Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΝΑΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

Πραγματοποιήθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ 19η Συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Κατηχητικῆς Σχολῆς, τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω (14ης/27ής Φεβρουαρίου 2011). Ἡ συνάντησις πραγματοποιήθηκε στό νέο Ἐντευκτήριο - Αἴθουσα Συναντήσεων τῆς Σχολῆς, στό παρακείμενο τοῦ Ἱ. Ν. Παναγίας Σουμελᾶ καί τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Παραμυθίας ἀνακαινισμένο ἐκκλησιαστικό κτήριο, τό ὁποῖο μέ ἀπόφαση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου κ. Κηρύκου θά συστεγάσει τίς δραστηριότητες τῆς Σχολῆς καί τά Γραφεῖα τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφερείας Ἀχαρνῶν. Τῆς Συναντήσεως προηγήθηκε ὁ Ἑσπερινός στό Παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας Παραμυθίας.

Τό θέμα τῆς Συναντήσεως, τό ὁποῖο παρουσίασε ὁ Καθηγητής κ. Ἀντ. Μάρκου, ἦταν "Ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου κατά τό ὅραμα τοῦ ἁγ. Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς" καί ἀναπτύχθηκε μέ βάση τό σχετικό ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου «Βίος ἑνός Ἀσκητή Ἐπισκόπου, τοῦ Ἁγίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς», (16η ἔκδοση Σταυροπηγιακῆς καί Συνοδικῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Συµεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἐκδοτική Παραγωγή ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Α.Β.Ε.Ε.).

Ὁ ἅγ. Νήφων κατά τόν Ἕλληνα Ἁγιολόγο Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη, Μητροπολίτη πρ. Λεοντοπόλεως, ἀναφερόμενος στόν Βίο τοῦ Ἁγίου (ὁ ὁποῖος κατά τήν γνώμη του ἐγράφη τόν ὄγδοο ἤ ἔννατο μ. Χ. αἰ.) γράφει, ὅτι "ἀποκαλύπτει ἡμῖν ἀρχαῖον Ἱεράρχην τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, τέως ἄγνωστον, ἐν ἁγιότητι βίου διαπρέψαντα, πολλῶν ἀξιωθέντα θείων ὀπτασιῶν καί μαρτυρηθέντα ὡς Ἅγιον ὑπό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅστις κατά τάς ὑστάτας τοῦ Ὁσίου στιγμάς, παρεκάλει αὐτόν νά μνησθῆ καί αὐτοῦ ἐν ἧ ὥρᾳ προσκυνήσῃ τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς Ἀγγέλοις Αὐτοῦ". Ὁ δέ "Νέος Ἑλληνομνήμων" μνημονεύει στούς Ἐπισκοπικούς Καταλόγους "Νήφωνα Κωνσταντιανῆς τῆς κατά Ἀλεξάνδρειαν".
Ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Νήφωνος διασώζεται σέ ἑπτά συνολικά χειρόγραφους κώδικες. Τόν Βατικάνιο 2086, τόν περγαμηνό τῆς Κρυπτοφέρης Ρώμης Δ. δ. 11 (τοῦ 13ου αἰ.), τόν Βατοπεδινό 618 (φ. 143 - 159), τούς Λαυρεωτικούς Ι 23 (φ. 228 - 278), Λ 66 (φ. 32 - 58) καί Β 81 (φ. 1 -155) καί τόν Διονυσιατικό 198 τοῦ ἔτους 1334. Τόν κώδικα αὐτό ἀνεκάλυψε στήν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους ὁ λόγιος Μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τόν ἀντέγραψε, διέθεσε τό δικό του χειρόγραφο στήν Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωποῦ, ἀπό τήν ὁποία (καθώς ἐπίσης καί τήν Ἱ. Μ. ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Καλάμου), ἔτυχε πολλῶν μέχρι σήμερα ἐκδόσεων.
Ὁ ἅγ. Νήφων γεννήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια τόν 3ο μχ. αἰ. Ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογενείας καί σέ ἡλικία 8 ἐτῶν ἦρθε στήν ΚΠολη γιά σπουδές, φιλοξενούμενος στό ἀῤχοντικό τοῦ Στρατηγοῦ Διοικητή τῆς Αἰγύπτου Σαββατίου, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου.
Μετά τίς σπουδές του ὁ νεαρός ἀντί νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του, περιέπεσε σέ πολλά καί σοβαρά ἁμαρτήματα ἀσώτου καί ἀκολάστου ζωῆς, μέχρις ὅτου ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ἀπάλλαξε ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ πονηροῦ δαίμονος καί τόν ὁδήγησε σέ μετάνοια. Ἔκτος ὁ Νήφων ἔζησε στήν Πόλη μέ μεγάλη μετάνοια καί καρπούς μετανοίας καί ἀξιώθηκε πολλῶν θεοσημειῶν, ὁραμάτων καί θείων ἐμφανίσεων.
Ἐπίσκοπος ἀναδείχθηκε σέ μεγάλη ἡλικία ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας ἅγ. Ἀλέξανδρο, μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο Κωνσταντιανῆς συμμετεῖχε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὡς Διάκονος. Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ἕδρα του καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Δεκεμβρίου.
Τό ὅραμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τό εἶδε ὁ Ἅγιος στήν ΚΠολη καί ἐνῶ ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Μάλιστα βρισκόταν σέ ἔκσταση γιά διάστημα δύο ἑβδομάδων! Στή συνέχεια καταχωρεῖται τό ὅραμα τοῦ ἁγ. Νήφωνος (σέ μονοτονικό σύστημα, γιά λόγους τεχνικούς).
…Μια βραδιά, αφού τελείωσε (ο Άγιος) την καθιερωµένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε να κοιµηθεί πάνω στις πέτρες του, όπως πάντα. Ήταν µεσάνυχτα και αγρυπνούσε ακόµη, κοιτάζοντας το φεγγάρι και τα αστέρια στον ουρανό.
Μόνος καθώς ήταν, αναλογίσθηκε τις αµαρτίες του και θρηνούσε γοερά, γιατί έφερνε στον νου του τη φοβερά ώρα της Κρίσεως. Έξαφνα βλέπει να αποτραβιέται το στερέωµα του ουρανού σαν σεντόνι. Και να παρουσιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στους αιθέρες περικυκλωµένος απ’ όλες τις ουράνιες στρατιές: Άγγελοι, Αρχάγγελοι, τάγµατα φοβερά και εξαίσια, παραταγµέναµε κάθε συστολή.
Ο Κύριος ένευσε στον Στρατηγό του ενός τάγµατος και εκείνος πλησίασε λαµπρός, φοβερός, µα και συνεσταλµένος:
«Μιχαήλ, Μιχαήλ, Άρχοντα της διαθήκης, παράλαβε µε το τάγµα σου τον πυρίµορφο θρόνο της δόξης µου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα τον εγκαταστήσεις σαν πρώτο σηµάδι της Παρουσίας µου. Γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λάβει καθένας κατά τα έργα του. Κάνε γρήγορα, έφτασε η στιγµή. Θα δικάσω αυτούς που προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν Εµένα τον δηµιουργό τους. Αυτούς που λάτρεψαν τις πέτρες και τα ξύλα που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι τους θα συντριβούν ως σκεύη κεραµέως. Καθώς και οι εχθροί µου οι αιρετικοί που τόλµησαν να µε χωρίσουν από τον Πατέρα µου. Που τόλµησαν να υποβιβάσουν σε κτίσµα το Παράκλητο Πνεύµα. Αλλοίµονό τους, ποια κόλαση τους περιµένει!
Τώρα θα εµφανισθώ και στους Ιουδαίους που µε σταύρωσαν και δεν πίστεψαν στην θεότητά µου. Mου δόθηκε κάθε εξουσία, τιµή και δύναµη. Είµαι δικαιοκριτής. Τότε που ήµουνα πάνω στον Σταυρό έλεγαν: «Ουά! Ο καταλύων τον ναόν… σώσον σεαυτόν». Τώρα, εµοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω. Εγώ θα κρίνω, θα ελέγξω και θα τιµωρήσω σκληρά το πονηρό και διεστραµµένο γένος, γιατί δεν µετάνοιωσε. Τους έδωσα ευκαιρίες να µετανοήσουν, αλλά τις περιφρόνησαν. Θα λάβω λοιπόν τώρα την εκδίκηση.
Το ίδιο θα κάνω και στους Σοδοµίτες, που βρώµισαν τη γη και τον αέρα µε την δυσωδία τους. Τους έκαψα τότε. Και πάλι θα τους ξανακάψω, γιατί µίσησαν την ηδονή του Αγίου Πνεύµατος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.
Θα τιµωρήσω εκείνους τους άφρονες και σκοτισµένους, που µοιάζουν σαν θηλυµανή άλογα. ∆εν αρκέσθηκαν στη νόµιµη συζυγία τους, αλλά στράφηκαν ανόητα στην µοιχεία και ο Σατανάς τους έριξε δεµένους στην άβυσσο του πυρός. ∆εν άκουσαν ότι φοβερό «το εµπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»; ∆εν φοβούνται το «εγώ το εµβρίµηµά µου αποτελέσω εις αυτούς»; Τους κάλεσα να µετανοιώσουν κι όµως δεν µετάνοιωσαν.
Θα καταδικάσω και τους κλέφτες που έκαναν ένα σωρό κακά, ακόµη και φόνους! Και όλους όσοι έπραξαν πλήθος αµαρτιών. Εγώ τους χάρισα ευκαιρίες για να αλλάξουν, αλλά δεν έδωσαν καµιά σηµασία. Που είναι τα καλά τους έργα; Τους έδειξα τον Άσωτο σαν τύπο και υπογραµµό – και πολλούς άλλους – για να µην αποθαρρύνονται στις αµαρτίες τους. Αλλ’ αυτοί καταφρόνησαν τις εντολές µου και µε αρνήθηκαν. Αποστράφηκαν Εµένα και υποδουλώθηκαν στην αµαρτία. Ας πορευθούν λοιπόν στη φλόγα που οι ίδιοι άναψαν.
Αλλά κι όσους πέθαναν µνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερό κλύδωνα. Γιατί δεν πόθησαν την ειρήνη µου, αλλά στάθηκαν στη ζωή τους θυµώδεις, πικρόχολοι και οργίλοι.
Τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους θα τους εξολοθρεύσω και θα ξεχύσω πάνω τους όλη µου την οργή, γιατί στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι κι Εµένα µε αγνόησαν, σαν να µη φρόντιζα γι’ αυτούς.
Κι εκείνους τους ψευτοχριστιανούς, που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει Ανάσταση Νεκρών ή ότι γίνεται Μετεµψύχωση, θα τους λειώσω στη γεέννα σαν το κερί. Τότε θα πεισθούν για την Ανάσταση των Νεκρών.
Οι δηλητηριαστές, οι µάγοι κι όλοι οι όµοιοί τους θα βασανιστούν ανελέητα.
Αλλοίµονο και σ’ αυτούς που µεθάνε, γλεντοκοπάνε µε κιθάρες και τύµπανα, που τραγουδάνε, χορεύουν, αισχρολογούν και φαντάζονται πονηρά. Τους κάλεσα και δεν µε άκουσαν, αλλά µε καταγελούσαν. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώει την καρδιά. Σ’ όλους χάρισα έλεος και µετάνοια, µα κανένας δεν έδινε τότε προσοχή.
Θα βυθίσω στο σκοτάδι κι όσους περιφρόνησαν τις Αγίες Γραφές, που τις έγραψε το Πνεύµα µου δια µέσου των Αγίων.
Θα κρίνω ακόµη κι αυτούς που ασχολούνται µε προλήψεις και δεισιδαιµονίες και στηρίζουν τις ελπίδες τους σε µαχαίρια, αξίνες, δρεπάνια κι άλλα παρόµοια. Τότε θα µάθουν ότι έπρεπε να ελπίζουν στον Θεό κι όχι στα δηµιουργήµατά Του. Θα ταράζονται και θ’ αντιλέγουν τότε, αλλά δεν θα έχουν πια καµιά δύναµη, γιατί «εµοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω».
Θα τιµωρήσω και τους Βασιλείς και τους Άρχοντες που µε πίκραιναν αδιάκοπα µε τις αδικίες τους. Έκριναν άδικα και περήφανα περιφρονώντας τους ανθρώπους. Και αυτοί µεν πληρώνονταν, η δική µου όµως εξουσία δεν δέχεται δωροδοκίες. Για την αδικία τους θα τους αφανίσω. Τότε θα καταλάβουν, ότι εγώ είµαι ο φοβερός που αφαιρώ τις εξουσίες των Αρχόντων. Θα καταλάβουν ότι είµαι φοβερότερος απ’ όλους τους Βασιλείς της γης. Ουαί σ’ αυτούς! Τι κόλαση τους περιµένει! Γιατί έτριξαν τα δόντια τους κι έχυσαν αθώο αίµα, το αίµα των παιδιών τους και των θυγατέρων τους.
Αλλά σε ποιαν οργή θα παραδώσω τους µισθωτούς, που δεν ήταν γνήσιοι ποιµένες; Που ρήµαξαν τον αµπελώνα µου και σκόρπισαν τα πρόβατά µου; Που ποίµαιναν χρυσάφι κι ασήµι – όχι ψυχές – και ζήτησαν την Ιερωσύνη από συµφέρον; Πόση θα είναι η τιµωρία τους; Πόσος ο οδυρµός; Θα ξεχύσω πάνω τους όλο το θυµό και την οργή µου και θα τους συντρίψω. Πρόβατα και βόδια φθαρτά φρόντισαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά µου λογικά πρόβατα δεν τα νοιάσθηκαν. Θα τιµωρήσω µε ράβδο τις ανοµίες τους και µε µαστίγιο τις αδικίες τους.
Αλλά και τους Ιερείς που γελούν η φιλονικούν µέσα στις αγίες Εκκλησίες µου, τι θα τους κάνω; Θα τους συµµορφώσω στο πυρ και στον τάρταρο.
Ήρθα κι έρχοµαι. Όποιος έχει τη δύναµη ας µε αντιµετωπίσει. Αλλά ουαί κι αλλοίµονο σ’ αυτόν που όντας αµαρτωλός θα πέσει στα χέρια µου! Γιατί καθένας θα εµφανισθεί ενώπιόν µου γυµνός και τετραχηλισµένος. Που θα τολµήσει να φανερωθεί τότε η αναίδεια των αµαρτωλών; Πως θ’ αντικρίσουν το πρόσωπό µου; Που θα βάλουν τη ντροπή τους; Θα καταισχυνθούν µπροστά στις Άχραντες ∆υνάµεις µου.
Θα κατακρίνω όµως κι όσους µοναχούς αµέλησαν τα καθήκοντά τους και πρόδωσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν ενώπιον Θεού, Αγγέλων και ανθρώπων. Άλλα υποσχέθηκαν κι άλλα έπραξαν. Απ’ το ύψος των νεφελών θα τους γκρεµίσω στην άβυσσο. ∆εν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά προξένησαν ολέθριο σκάνδαλο και σ’ άλλους. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να µην απαρνηθούν τον κόσµο, παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αισχρά, ανακατεµένοιµε την ασωτία. «Εµοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω» σ’ όσους δεν θέλησαν να µετανοιώσουν. Εγώ θα τους κρίνω σαν δίκαιος Κριτής!...
»
Τα λόγια αυτά που βροντοφώνησε ο Κύριος στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέµισαν δέος τις αναρίθµητες δυνάµεις των Αγγέλων.
Έπειτα πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσµου. Ο Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αµέσως στο Οίκο της Διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν µεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε µπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράµερα παρατηρώντας µε ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την Ιστορία των Αιώνων.
Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:
«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύµα, ένας Θεός σε Τρία Πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δηµιουργός των αιώνων. ∆ιότι µε τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δηµιουργήθηκαν οι Ασώµατες ∆υνάµεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταµοί και πάντα τα εν αυτοίς
Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:
«Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάµ, µε τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάµ δόθηκε µια εντολή από τον Παντοκράτορα Θεό και δηµιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόµος που πρέπει να τηρηθεί µε κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυµάται τον Δηµιουργό του και να µην ξεχνάει, ότι υπάρχει Θεός από πάνω του».
Πάλι προχώρησε λίγο:
«Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη ή µάλλον από απροσεξία και αµέλεια. Αµάρτησε ο άνθρωπος και διώχθηκε απ’ τον Παράδεισο µε δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. ∆εν µπορεί να βρίσκεται µέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!».
Πιο κάτω διάβασε:
«Ο Κάιν ρίχθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του Διαβόλου. Οφείλει να καεί στη φωτιά της γεέννας, γιατί έµεινε αµετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια».
Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος το έβδοµο και διάβασε:
«Η αρχή του Εβδόµου Αιώνα σηµαίνει το τέλος των Αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδοµου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτική αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωµένοι στις Σοδοµίτικες αµαρτίες».
Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αµέσως θλιµµένο το βλέµµα Του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα µάτια κι έµεινε συλλογισµένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:
«Αλήθεια τούτος ο έβδοµος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούµενους».
∆ιάβασε παρακάτω:
«Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεµίσθηκαν µε το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έµπηξαν οι σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώµα Μου».
Σώπασε µερικές στιγµές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.
«∆ώδεκα Άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόµωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασµένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωµένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος οµισθός τους!...» Κι έπειτα από λίγο:
«Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και Μάρτυρες Αθλοφόρους για χάρη Μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον ουρανό και η αγάπη τους ως τον Θρόνο Μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά Μου και η λατρεία τους µε φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος Μου είναι µαζί τους!...».
Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρις εµ’ ένα χαµόγελο ικανοποιήσεως:
«Ω πανέµορφη και πολύτιµη Νύµφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε µολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εµένα το Νυµφίο σου!... Αµέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεµελιωµένη δεν σαλεύθηκε, γιατί «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».
Πιο κάτω ήταν γραµµένες όλες οι αµαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να µην έχουν ξεπλυθεί στη µετάνοια. Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άµµο της θάλασσας! Τις διάβασε ο Κύριος δυσαρεστηµένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας.
Το αµέτρητο πλήθος των Αγγέλων στεκόταν περίτροµο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού. Όταν ο Κύριος έφτασε στη µέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε: «Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεµάτο από τη δυσωδία των αµαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωµερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φθάνει πια! Θα το σταµατήσω στη µέση. Να πάψει η κυριαρχία της αµαρτίας.
Και λέγοντας αυτά τα οργισµένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθηµα για την Κρίση. Αυτοστιγµεί εκείνος µε το Τάγµα του πήραν τον υπέρλαµπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγµα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν: «Άγιος, Άγιος, Άγιος, φοβερός και µέγας, υψηλός, θαυµαστός και δεδοξασµένος ο Κύριος στους αιώνες των αιώνων
Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ µε το Τάγµα του ψάλλοντας: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης Αυτού»! Και απ’ αυτούς τους φοβερούς λόγους συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη.
Ακολούθησε ο τρίτος µέγας Αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το Τάγµα του αναπέµποντας τον ύµνο: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αµήν
Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο Άρχοντάς της ήταν λευκός και λαµπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλει δυνατά: «Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου µέχρι δυσµών. Εκ Σιών η ευπρέπεια τη ωραιότητος Αυτού. Ο Θεός εµφανώς ήξει, ο Θεός ηµών και ου παρασιωπήσεται. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα.» Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλµό. Ενώ οι αξιωµατούχοι του αποκρίνονταν: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονοµήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.» Ο αρχηγός αυτού του Τάγµατος ονοµαζόταν Ουριήλ.
Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασµένο Σταυρό Του, που έλαµπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνόδευαν µε εξαιρετικές τιµές δύο Τάγµατα Εξουσιών και ∆υνάµεων. Το θέαµα ήταν συγκλονιστικά µεγαλόπρεπο. Οι πολυάριθµες δυνάµεις έψαλαν αρµονικά. Άλλοι έλεγαν µε µεγάλο δέος: «Υψώσω Σε ο Θεός µου ο Βασιλεύς µου και ευλογήσω το όνοµά Σου εις τον αιώνα». Άλλοι έλεγαν: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ηµών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών Αυτού, ότι Άγιος εστί. Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια!».
Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθει πάλι ο κραταιός Άρχοντας Μιχαήλ για να παρουσιαστεί δίπλα στον Θρόνο του Κυρίου. Εκείνη τη στιγµή παρουσιάσθηκε ένας Άγγελος που κρατούσε µία βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ: «Σε προστάζω να πάρεις το θείο σου Τάγµα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσµο, για να µεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους Αγίους, απ’ την Ανατολή και τη Δύση, τον Βορρά και τον Νότο. Θα τους συγκεντρώσεις όλους για να υποδεχθούν την Παρουσία Μου, μόλις ηχήσει η σάλπιγγα».
Ύστερα απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέµµα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε. Οµίχλη και σκοτεινιά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς. Φοβερή η τυραννία του Σατανά! Μανίαζε και φρίαττε ο δράκοντας, κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι, γιατί έβλεπε τους Αγγέλους του Θεού να του ετοιµάζουν το αιώνιο πυρ.
Μόλις τα είδε ολ’ αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο Άγγελο µε αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λύπηση– ήταν Αρχηγός των Αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως– και του είπε: «Πάρε µαζί σου τη ράβδο Μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αµέτρητους Αγγέλους απ’ το Τάγµα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιµωροί των κολασµένων. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρείτε τα ίχνη του ζοφερού Άρχοντα. Άρπαξέ τον µε ισχύ και κραταιότητα και χτυπά τον αλύπητα µε τη ράβδο µου, ώσπου να παραδώσει το τάγµα των πονηρών πνευµάτων. Κι αφού τους δέσεις όλους γερά µε την ισχύ της ράβδου, κατά τη διαταγή µου, θα του ρίξεις στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις".
Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιµα, έγινε νεύµα στον Αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίσει ηχηρά. Αµέσως απλώθηκε απότοµα νεκρική σιγή, σαν να ηρέµησαν τα σύµπαντα. Με το πρώτο σάλπισµα συναρµολογήθηκαν όλα τα σώµατα των νεκρών. Με το δεύτερο, Πνεύµα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές µέσα στα νεκρά σώµατα. ∆έος και φρίκη κατέλαβε τα σύµπαντα. Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεµαν. Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερότερο σάλπισµα, που συγκλόνισε όλο τον κόσµο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα µνήµατα εν ριπή οφθαλµού. Φοβερό θέαµα! Ξεπερνούσαν σε αριθµό και την άµµο της θάλασσας. Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον Θρόνο της ετοιµασίας τ’ Αγγελικά τάγµατα βροντοφωνώντας: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόµου».
Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθµητο σύνταγµα των Αγγέλων περιµένοντας. Έτρεµαν και φρικιούσαν µπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όµως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνονται σεισµοί, βροντές και αστραπές στην κοιλάδα της ∆ίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόµαξαν όλοι. Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωµα του ουρανού και φάνηκε ο Τίµιος Σταυρός να λάµπει σαν το ήλιο και να σκορπίζει θείες µαρµαρυγές. Τον κρατούσαν οι Άγγελοι µπροστά από τον Κύριό µας Ιησού Χριστό και Κριτή της Οικουµένης, που ερχόταν.
Σε λίγο ακούγεται ένας ύµνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: "Ευλογηµένος ο ερχόµενος εν ονόµατι Κυρίου. Θεός Κύριος, Κριτής, Εξουσιαστής, Άρχων Ειρήνης». Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εµφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισµένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή Του καθάρια λαµπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και την γη.
Έξαφνα, μέσα απ’ το πλήθος των αναστηµένων νεκρών άρχισαν µερικοί ν’ αστράφτουν σαν ήλιοι! Αµέσως αρπάζοταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κύριό τους. Οι περισσότεροι όµως απόµειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!... Θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχθούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρµάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους. Έπεσαν όλοι γονατιστοί µπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν.
Είχε πια καθήσει στον Θρόνο ο φοβερός Κριτής και µαζεύτηκαν γύρω του όλες οι Δυνάµεις των Ουρανών µε φόβο και τρόµο. Όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού. Ήταν Ιουδαίοι, Άρχοντες, Αρχιερείς, Ιερείς, Βασιλείς και πολύ πλήθος µοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασµένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απώλειά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωµένα και αναστέναζαν βαθιά συντριµµένοι. Σ’ όλους είχε απλωθεί νεκρικό πένθος. Και πουθενά δεν φαινόταν καµµιά παρηγοριά.
Όσοι όµως στέκοταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεµνοί, δοξασµένοι, λευκοί σαν το φως, πυρποληµένοι, λες, από µία θεόφωτη αστραπή. Έµοιαζαν – αν δεν είναι τολµηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεός τους.
Παρευθύς έρριξε το βλέµµα του και απ’ τη µία και απ’ την άλλη µεριά ο φοβερός Κριτής. Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστηµένος και χαµογέλασε. Όταν όµως γύρισε στ’ αριστερά Του ταράχθηκε, οργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αµέσως το πρόσωπό Του. Τότε µε δυνατή και επίσηµη φωνή λέει στους «εκ δεξιών» Του:
«∆εύτε οι ευλογηµένοι του Πατρός µου, κληρονοµήσατε την ητοιµασµένην υµίν βασιλείαν από καταβολής κόσµου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ µοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ µε, ξένος ήµην και συνηγάγετέ µε, γυµνός και περιεβάλετέ µε, ησθένησα και επεσκέψασθέ µε, εν φυλακή ήµην και ήλθετε προς µε
Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν!
«Κύριε πότε σε είδοµεν πεινώντα και εθρέψαµεν ή διψώντα και εποτίσαµεν; Πότε δε σε είδοµεν ξένον και συνηγάγοµεν ή γυµνόν και περιεβάλοµεν; Πότε δε σε είδοµεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθοµεν προς σε
«Αµήν λέγω υµίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφώνµου των ελαχίστων, εµοί εποιήσατε
Στρέφεται τότε προς τους «εξ ευωνύµων» και τους λέει µε δριµύτητα:
«Πορεύεσθαι απ’εµού οι κατηραµένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιµασµένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ µοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατε µε, ξένος ήµην και ου συνηγάγετέ µε, γυµνός και ου περιεβάλετέ µε, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ µε
«Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορηµένοι, «πότε σε είδοµεν και εν φυλακή και ου διηκονήσαµέν σοι
«Αµήν λέγω υµίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εµοί εποιήσατε. Χαθείτε απ ’τα µάτια µου, καταραµένοι της γης! Στον τάρταρο, στον βρυγµό των οδόντων! Εκεί θα‘ναι ο θρήνος και ο οδυρµός, ο ατελείωτος" .
Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής, αµέσως ξεχύθηκε απ’ την Ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταµός, που κυλούσε ορµητικά προς την Δύση. Ήταν πλατύς σαν µεγάλη θάλασσα. Οι αµαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόµαξαν κι άρχισαν να τρέµουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι – δίκαιοι και άδικοι – μέσα απ’ τον φλεγόµενο ποταµό, για να τους δοκιµάσει το πυρ.
Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαµπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή µε τη δοκιµασία. Γι’ αυτό γέµισαν αγαλλίαση.
Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύµων» να περάσουν µέσ’ απ’ τη φωτιά, για να δοκιµασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αµαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίει και τους κράτησε µέσα στη µέση του ποταµού. Και τα µεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώµατά τους έµειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατέλειωτους, µαζί µε τον διάβολο και τους δαίµονες. Κανένας δεν κατόρθωσε να βγει από κείνο το πύρινο ποτάµι! Όλους τους αιχµαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιµωρίας.
Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αµαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το Θρόνο Του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο µ’ όλους τους Αγίους Του. Τον περικύκλωναν, πάντα µε πολύ φόβο και τρόµο, όλες οι Ουράνιες Δυνάµεις ψάλλοντας:
«Άρατε πύλας οι άρχοντες ηµών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της Δόξης, ο Κύριος και Θεός των θεών µαζί µ’ όλους τους Αγίους Του, που θ’ απολαύσουν αιώνια κληρονοµιά».
Άλλο Τάγµα απαντούσε και έλεγε:
«Ευλογηµένος ο ερχόµενος εν ονόµατι Κυρίου, µ’ όσους αξίωσε η χάρη Του να ονοµασθούν υιοί Θεού, Θεός Κύριος, μαζί µε τους υιούς της Νέας Σιών, και επέφανεν ηµίν».
Και οι Αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κύριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο µέλος αντιφωνικά:
«∆εύτε αγαλλιασώµεθα τω Κυρίω, αλαλάξωµεν τω Θεώ τω Σωτήρι ηµών. Προφθάσωµεν το πρόσωπον Αυτού εν εξοµολογήσει και εν ψαλµοίς αλαλάξωµεν αυτώ».
Ενώ άλλο Τάγµα αντιφωνούσε µελωδικά:
«Ότι Θεός µέγας Κύριος και Βασιλεύς µέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν
Αυτά και άλλα πολλά παναρµόνια µέλη έψαλλαν οι Άγιοι Άγγελοι, ώστε να ευφραίνονται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν. Έτσι ψάλλοντας µπήκαν οι Άγιοι µε τον Κύριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαµο του θεϊκού παλατίου, µε καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αµέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυµφώνα.
Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους Αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι Άρχοντες των Ταγµάτων.
Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσµου, οι Απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίµορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλό τους Χριστό µε µεγαλειώδεις τιµές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύµατά τους ήταν λαµπερά και διάφανα σαν το κεχριµπάρι. Ακόµη κι οι Άρχοντες των Αγγέλων τους θαύµαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κριστάλλινα στεφάνια διακοσµηµένα µε πολύτιµους λίθους, που έλαµπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι Άγγελοι.
Έπειτα οδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι Εβδοµήκοντα Απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όµοιες τιµές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των Δώδεκα ήταν πιο θαυµαστά.
Και τώρα ήρθε η σειρά των Μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της µεγάλης Αγγελικής στρατιάς, που γκρεµίσθηκε απ’ τον ουρανό µαζί µε τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι Μάρτυρες Άγγελοι και Άρχοντες των Ουρανίων Ταγµάτων. Τους έφεραν αµέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασµένα κεφάλια τους. Όσο λάµπει ο ήλιος, τόσο έλαµπαν κι αυτά. Έτσι οι Άγιοι Μάρτυρες θεώµενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα.
Μετά µπήκε ο θείος χορός των Ιεραρχών, Ιερέων, Διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν κι αυτοί µ’ αιώνια κι αµαράντινα στεφάνια, ανάλογα µε τον ζήλο, την υποµονή και ποιµαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί Ιερείς και Διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαµπρότεροι από πολλούς Αρχιερείς. Τους έδωσαν ακόµη και από ένα ναό, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τέλεια, ευάρεστη στο Θεό.
Έπειτα µπήκε ο όσιος χορός των Μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε µυστική ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες µαρµαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε µε έξι φτερούγες και έγιναν µε τη δύναµη του Αγίου Πνεύµατος σαν τα φρικτά Χερουβίµ και Σεραφίµ. Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν. «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Ήταν η δόξα τους µεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαµπερό. Ανάλογα µε τους αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάµβαναν και τις τιµές.
Ακολούθησε ο χορός των Προφητών. Τους δώρησε ο Βασιλεύς το άσµα των ασµάτων, το ψαλτήρι του ∆αβίδ, τύµπανα και χορούς, άυλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύµατος. Τότε τους ζήτησε ο ∆εσπότης του θεϊκού νυµφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο µελωδικό ύµνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη.
Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι Άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίµεναν ακόµη εκείνα, «α οφθαλµός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».
Τότε µπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν µέσα στον κόσµο: Φτωχοί και Άρχοντες, Βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε απ’ ανάµεσά τους τους ελεήµονες και τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του Παραδείσου της Εδέµ, παλάτια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασµό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και Αγγέλους να τους υπηρετούν.
Μετά ήρθαν όσοι έγιναν δια την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύµατι». Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ. Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαµπρο και κληρονόµησαν τη Βασιλεία των Ουρανών.
Έπειτα «οι πενθούντες» τις αµαρτίες τους, που έλαβαν τη µεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος.
Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόµησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασµό και ευωδία το Πνεύµα του Θεού. Και αυτοί δοκίµασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η µακάρια γη. Τα στεφάνια τους ροδόµορφα σκόρπιζαν µαρµαρυγές.
Ακολούθησαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην». Τους δόθηκε ο µισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν. Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται και να υπερδοξάζεται απ’ τους Αγίους Αγγέλους.
Έπειτα «οι δεδιωγµένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύµαστη ζωή. Στήθηκε µάλιστα για χάρη τους και άφραστος θρόνος για να καθίσουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θείο κι άυλο χρυσάφι που τόσο έλαµπε, ώστε απ’ την δόξα τους να χαίρονται οι χοροί των Αγγέλων.
Μετά µπήκε ο χορός «των ονειδισθέντων» για τον Χριστό, τον µεγάλο Θεό και σωτήρα των ψυχών µας. Τους ανέβασαν σε θρόνους χρυσοποίκιλτους και απολάµβαναν τον έπαινο του Θεού.
Μετά απ’ αυτούς µπήκε πολύ πλήθος ειδωλολατρών, που δεν γνώρισαν τον νόµο του Χριστού, αλλά εκ φύσεως τον τήρησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Πολλοί σαν ήλιοι απ’ την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Και ο Κύριος τους χάρισε τον Παράδεισο και φαιδρά στεφάνια πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Επειδή όµως είχαν στερηθεί το Άγιο Βάπτισµα, ήταν τυφλοί. ∆εν έβλεπαν καθόλου τη δόξα του Θεού. Γιατί το Άγιο Βάπτισµα είναι φως και µάτι της ψυχής. Γι’ αυτό όποιος δεν το λάβει κι αν άπειρα καλά εργασθεί, κληρονοµεί βέβαια την παραδείσια άνεση και κάτι δοκιµάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα της, αλλά δεν βλέπει τίποτε.
Έπειτα και από αυτούς βλέπει ο δίκαιος Νήφων ένα τάγµα Αγίων που ήταν τα παιδιά των Χριστιανών. Όλοι τους έµοιαζαν να είναι περίπου τριάντα ετών. Τους κοίταξε µε βλέµµα ιλαρό ο Νυµφίος και είπε: «Ο µεν χιτώνας του Βαπτίσµατός σαν άσπιλος, έργα όµως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;» Τότε µε θάρρος του απάντησαν κι αυτοί: «Κύριε, µας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον µε µας στερήσεις τα επουράνια». Χαµογέλασε ο Νυµφίος και τους χάρισε τα ουράνια αγαθά. Πήραν και τα στεφάνια της αγνότητος, της ακακίας και όλες οι άυλες στρατιές τους θαύµαζαν.
Ήταν θαύµα ν’ ακούει κανείς τους Αγίους Αγγέλους που, κατευχαριστηµένοι καθώς έβλεπαν τα Τάγµατα όλων των Αγίων, τραγουδούσαν άσµατα γλυκά.
Ύστερα απ’ όλα αυτά βλέπει ο Νήφων να έρχεται µπροστά στον Νυµφίο µια θεόφωτη Νύµφη. Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά µύρα. Στο πανέµορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέµµα που ακτινοβολούσε. Οι Άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι Άγιοι θαµπωµένοι. Η χάρη του Αγίου Πνεύµατος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδηµα.
Μπαίνοντας στον θείο νυµφώνα την ακολουθούσε αναρίθµητο πλήθος Παρθένων που υµνούσανµε δοξολογίες και άσµατα τα µεγαλεία του Θεού.
Όταν έφτασε κοντά στον Νυµφίο η Μεγάλη Βασίλισσα, προσκύνησε τρεις φορές µαζί µε όλες τις αγίες Παρθένες. Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε. Έσκυψε το κεφάλι Του και την τίµησε σαν Άχραντη Μητέρα Του. Εκείνη πλησίασε µε πολλή ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίµητα µάτια Του, καθώς και σπλαχνικά Του χέρια.
Μετά το θείο φίληµα ο Κύριος χάρισε στις Παρθένες αστραφτερά φορέµατα και πάµφωτα στεφάνια. Κι έπειτα ήρθαν όλες οι Νοερές Δυνάµεις υµνώντας, µακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.
Τότε σηκώθηκε απ’ τον θρόνο Του ο Νυµφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα Του και στ’ αριστερά τον µέγιστο και πολυθαύµαστο Προφήτη και Πρόδροµό Του, βγήκε απ’ τον νυµφώνα και πήγε στον θεϊκό θάλαµο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλµός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη», ετοιµασµένα για όσους αγάπησαν τον Θεό. Ακολουθούσαν και όλοι οι Άγιοι. Μόλις είδαν τ’ αγαθά, πληµµύρισαν από άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας µέσα στον έκπαγλο θάλαµο.
Αλλ’ αυτά δεν µπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να µου περιγράψει, αν και πολλές φορές τον πίεσα, δεν µου είπε το παραµικρό.
«∆εν µπορώ παιδί µου», έλεγε αναστενάζοντας, «ν’απεικονίσω µε την γλώσσα µου ή να παροµοιάσω µε οποιοδήποτε επίγειο πράγµα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα απ’ όλα τα βλεπόµενα καιµη βλεπόµενα".
Όταν λοιπόν µοίρασε ο Κύριος στους Αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβίµ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαµο. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφίµ να κυκλώσουν τα Χερουβίµ, οι Θρόνοι τα Σεραφίµ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι ∆υνάµεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει µία πόλη, έτσι τα ουράνια Τάγµατα κυκλώνουν το ένα το άλλο.
∆εξιά απ’ τον θάλαµο των αιώνων στάθηκε µε κάθε µεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ µε το τάγµα του. Αριστερά ο Γαβριήλµε το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά. Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ µεγάλες. Και µαζί µε τα τάγµατα των Αχράντων Δυνάµεων έζωναν τον θάλαµο του Θεού µε πολλή λαµπρότητα.
Ολ’ αυτά έγιναν µε το πρόσταγµα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των Αγίων. Στο τέλος όλων των µυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη:
Ο ίδιος ο Πατέρας του Μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάµποντας «συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύµατι» πάνω από κείνο τον απέραντο θάλαµο, πάνω από τις Άχραντες Δυνάµεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φώτιζε του καθαρότατο θάλαµο, όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσµο. Έτσι έλαµπε ο Πατέρας των Οικτιρµών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι κι’ οι Άγιοι πληµµύριζαν απ’ το άρρητο τρισήλιο φως της θεότητας και βασίλευαν αδιάκοπα µαζί Της στους αιώνες.
Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα, ούτε µέρα. Μόνο υπήρχε ο Θεός Πατέρας, Υιός και Πνεύµα, φως και τρυφή, ζωή και φέγγος, τέρψη και ηδονή.
Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Σε λίγο το πρώτο Τάγµα, το θείο και φοβερό που κύκλωνε τον θάλαµο, δόθηκε σαν συνεχής και ατέλειωτη κληρονοµιά, ευφρόσυνο άσµα κι ανέκφραστη δοξολογία. Ασύγκριτα υπέρκαλλη ήταν η ηδονή τους. Οι καρδιές των Αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση.
Απ’ το πρώτο Τάγµα µεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογικός ύµνος στο δεύτερο Τάγµα των Σεραφίµ. Άρχισαν τότε εκείνο να ψάλλει ύµνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο µέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των Αγίων, που ευφραίνονταν απέραντα µ’ όλες τους τις αισθήσεις. Τα µάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραίνονταν την ευωδία της Θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείο ύµνο των Αχράντων Δυνάµεων. Το στόµα τους γευόταν το Σώµα και το Αίµα του Κυρίου Ιησού Χριστού, καινούργιο στη Βασιλεία των Ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαµο. Έτσι λοιπόν µ’ όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση.
Σε λίγο µεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύµνος απ’ το δεύτερο Τάγµα στο τρίτο και απ’ το τρίτο και απ’ το τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας, µε το γλυκύτερο απ’ το µέλι µέλος του, τέρψη και ηδονή στις καρδιές των Αγίων. Και ήταν υπέροχο, ότι δεν ψαλλόνταν ένας ύµνος συνεχώς από τα Τάγµατα, αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν.
Όταν οι εφτά κύκλοι των Ταγµάτων ολοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγµατα των Αρχαγγέλων τον Τρισάγιο Ύµνο. Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υµνούσε ο Ραφαήλ και συµπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρµονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι Αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύµνος τους φοβερός και βροντερός.
Παρακινούµενοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι Άγιοι Πάντες µεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαµο να ψάλουν τα µεγαλεία του Θεού. Έτσι µέσα αντηχούσε ύµνος, ύµνος κι έξω, ύµνος και παντού. Άσµατα πανίερα. Που φλόγιζαν τις αγίες καρδιές µε µακάρια ηδονή στους ατελεύτητους αιώνες.
Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισµακάριος Νήφων και ενώ βρισκόταν σε µεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει:
«Νήφων,Νήφων, ωραία ήταν ο προφητική σου οπτασία. Όλ’ αυτά λοιπόν που είδες και άκουσες γράψε τα µε κάθε λεπτοµέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα, γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό µου παιδί και κληρονόµος της Βασιλείας µου. Βεβαιώσου λοιπόν, τώρα που σε αξίωσα να γίνεις αυτόπτης των φρικτών µυστηρίων, για τη µεγάλη µου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν µε ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία µου. Γιατί εγώ ευφραίνοµαι να επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέµοντα τους λόγους μου»
Αφού του είπε αυτά ο Κύριος, τον απέλυσε από τη φοβερή και πολυθαύµαστη οπτασία, που επί δύο εβδοµάδες τον είχε απορροφήσει. Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τροµοκρατηµένος και θρηνούσε και οδυρόταν. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάµι κι έλεγε:
«Αλλοίµονο σε µένα τον άσωτο! Τι περιµένει την άθλια ψυχή µου! Αλλοίµονο µου του ελεεινού! Σε ποια κατάσταση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αµαρτωλός; Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αµαρτίες µου; Και που θα κρύψω το πλήθος των ανοµιών µου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!... Στεναγµό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και µετάνοια δεν µου βρίσκεται. Ελεηµοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη µηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ µακριά µου! Αλλοίµονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωµένος; Από που ν’ αρπαχθώ για να σωθεί η ψυχή µου τη βύθισα στον βούρκο. Τον νου µου τον σκότισα, τη ζωή µου την επιβάρυναµε κραιπάλη και µέθη. Αχ! Ο αµαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα µάτια µου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπο µου είναι καταντροπιασµένο. Τ’ αυτιά µου ηδύνονται σε δαιµονικά τραγούδια. Η όσφρησή µου ζητάει ευωδίες. Το στόµα µου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίµονο µου του ταλαίπωρου! Τα χέρια µου τέρπονται στην αµαρτία. Το σώµα µου ποθεί να κυλισθεί στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα µαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία…
Ωχ, ο παράνοµος και σκοτεινιασµένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποιος θα µε γλυτώσει απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποιος θα µ’ απαλλάξει από τον βρυγµό των οδόντων; Αλλοίµονο μου του σιχαµερού, του παράνοµου! Καλύτερα να µην είχα γεννηθεί!... Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο µαύρος! Τι τιµή, τι στεφάνια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αµαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξή σου; Που είναι οι αγώνες σου; Που είναι οι αρετές σου; Αλλοίµονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θέση σου την ηµέρα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέσει στον Θεό; Θα µπεις στο καµίνι. Πως όµως θ’ αντέξεις το ουαί και τον οδυρµό; Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στοµάχι!...
Άνοµη και διεφθαρµένη, τι ντροπή θα δοκιµάσεις στο βλέµµα του Ιησού! Με ποια µάτια θ’ ατενίσεις το γλυκύτατό Του πρόσωπο; Πες µου, πες µου! Τα είδες εκείνα τα θαυµάσια, που ο Κύριος θα πραγµατοποιήσει κάποτε. Πες µου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα εισέλθεις εκεί, αφού µίανες το Θείο Βάπτισµα; Αλλοίµονό σου τότε, µολυσµένη ψυχήµου! Σου µέλλει να κληρονοµήσεις το αιώνιο πυρ και που θα είναι τότε η αµαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν;
Κύριέµου, Κύριε, σώσε µε από τη φωτιά, από τον βρυγµό των οδόντων κι από τον τάρταρο…»
Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο µακάριος προσευχόµενος. Τις κατοπινές µέρες τον έβλεπες να περπατάει σέρνοντας τα βήµατά του µε πικρούς στεναγµούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα θαυµάσια που είδε κι έκανε ό,τι µπορούσε για να τα κατακτήσει. Συχνά – όταν στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραµά του – γινόταν εκτός εαυτού. Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύµατος και αναφωνούσε:
«Ω τι χαρά, τι δόξα, τι λαµπρότητα περιµένει τους Αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάµαι µήπως την στερηθώ!» Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε: «Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισµένη ψυχή µου».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου