Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

Πραγματοποιήθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ 18η Συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Κατηχητικῆς Σχολῆς, τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου (7ης/20ής Φεβρουαρίου 2011). Ἡ συνάντησις πραγματοποιήθηκε στό νέο Ἐντευκτήριο - Αἴθουσα Συναντήσεων τῆς Σχολῆς, στό παρακείμενο τοῦ Ἱ. Ν. Παναγίας Σουμελᾶ καί τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Παραμυθίας ἀνακαινισμένο ἐκκλησιαστικό κτήριο, τό ὁποῖο μέ ἀπόφαση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου κ. Κηρύκου θά συσταγάσει τίς δραστηριότητες τῆς Σχολῆς καί τά Γραφεῖα τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφερείας Ἀχαρνῶν.Τῆς Συναντήσεως προηγήθηκε ὁ Ἑσπερινός στό Παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας Παραμυθίας, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ/του κ. Μηρύκου.

Τό θέμα πού ἀπασχόλησε τήν 18η Συνάντηση ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος, τόν ὁποῖο παρουσίασαν ἀπό κοινοῦ ὁ Σεβ/τος κ. Κήρυκος καί ὁ Καθηγητής κ. Ἀντ. Μάρκου. Ὁ Σεβ/τος ἔκανε μία μεγάλη ἀναφορά στήν ἐκκλησιολογία τοῦ Ἁγίου καί μάλιστα στήν διδασκαλία του περί τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς πρώτης Ἐκκλησίας, θέση ἡ ὁποία ἀπασχόλησε τήν τελευταῖα δεκαετία καί τά παρ' ἡμῖν ἐκκλησιαστικά πράγματα καί δόθηκε ἀφορμή γιά τήν διατύπωση θεολογικοῦ λόγου καί ἀθεολογήτου ἀντιλόγου. Ἐπί τῶν τελευταίων ἔκανε οὐσιαστική ἐνημέρωση τῶν συμμετεχόντων ὁ Σεβ/τος κ. Κήρυκος, ὁ ὁποῖος καί χειρίσθηκε τό θέμα, ἀπό κοινοῦ μετά τοῦ Θεολόγου Καθηγητοῦ κ. Ἐλευθερίου Γκουτζίδη.

Ὁ κ. Ἀντ. Μάρκου παρουσίασε τόν μεγάλο τῆς Ἐκκλησίας Πατέρα ἀπό ἁγιολογικῆς πλευρᾶς (βίος, ὁμολογία, ἐκκλησιολογικοί ἀγώνες, ἀντιμετώπισις τοῦ Πάπα Νικολάου Α' καί τῶν δογματικῶν ἀποκλήσεων τῆς Δύσεως, Βουλγαρικό Ζήτημα, Ἱεραποστολή πρός τούς Σλάβους, σύγκλησις Ἁγίας Η' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διώξεις, θάνατος στήν ἐξορία, κείμενα). Στή συνέχεια δημοσιεύουμε τά βασικά σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ κ. Ἀντ. Μάρκου (τό κείμενο δημοσιεύεται σέ μονοτονικό σύστημα γιά λόγους τεχνικούς).

...Ο Μέγας Φώτιος έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευσαν οι Αυτοκράτορες Μιχαήλ Γ’ (842 - 867), υιός του Θεοφίλου, Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867 - 886) και ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886 - 912), υιός του Βασιλείου. Γεννήθηκε το έτος 810 (κατά άλλους το 820) στην Κωνσταντινούπολη, από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και προσκύνηση των Ιερών Εικόνων. Γονείς του ήταν ο Άγιος Σέργιος (η μνήμη του την 13η Μαϊου) και η Ειρήνη, οι οποίοι καταδιώχθηκαν επί του Εικονομάχου Αυτοκράτορα Θεοφίλου (829 - 842). Ο Άγιος Σέργιος ήταν αδελφός του Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806, Προέδρου της Αγίας Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου) και διαπομπεύθηκε δέσμιος από το λαιμό ανά τις οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία του και εξορίσθηκε μετά της συζύγου του και των παιδιών του σε τόπο άνυδρο, όπου από τις ταλαιπωρίες πέθανε ως Ομολογητής.
Ο Μέγας Φώτιος θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο καί ένας από τους σημαντικότερους λόγιους του Mεσαιωνικού Eλληνισμού. Όπως έγραψε ο βιογράφος του αντιπάλου του Πατριάρχη Ιγνάτιου, «Γραμματικῆς μὲν γὰρ καὶ Ποιήσεως, Ρητορικῆς τε και Φιλοσοφίας καὶ δὴ καὶ ἰΙτρικῆς καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήμης, τῶν θύραθεν, τοσοῦτον αὐτῷ τὸ περιόν ὡς μὴ μόνον σχεδόν φάναι τῶν κατά τὴν αὐτοῦ γενεάν πάντων διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς παλαιοὺς αὐτὸν διαμιλλᾶσθαι» (Νικήτας ο Παφλαγών, Βίος Ιγνατίου).
Σε νεαρή ηλικία ο Φώτιος φαίνεται ότι είχε αρχίσει να διδάσκει Γραμματική, Ρητορική και Φιλοσοφία σε ένα κύκλο μαθητών. Στη συνέχεια ακολούθησε την συνήθη σταδιοδρομία ενός προικισμένου νέου στη Βυζαντινή Αυλή. Τοῦ ἀνατέθηκε από τον Αυτοκράτορα το αξίωμα του Πρωτασηκρήτη και του Πρωτοσπαθάριου, αξιώματα που τον αποσπούσαν από τον πνευματικό του κύκλο προς δυσαρέσκεια των μαθητών του και σε αβέβαιη ημερομηνία έλαβε μέρος σε διπλωματική αποστολή στη Βαγδάτη (μάλλον τό 837).
Ο Φώτιος διέπρεψε ἀρχικά στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όταν με εντολή του Αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον Πατριαρχικό Θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858, ο Ιερός Φώτιος, απ’ ευθείας από τήν τάξη των λαϊκών, ο οποίος διακρινόταν για την αγιότητα του βίου του και την τεράστια μόρφωσή του. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 858 υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου και Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια εκάρη μοναχός και ακολούθως έλαβε κατά τάξη τους βαθμούς της Ιερωσύνης.
Ο Ιερός Φώτιος με Ειρηνικά Γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την παγιώσει επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον Ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο Ναό των Αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος.
Η αντιπαλότητα του Φώτιου με τους Στουδίτες μοναχούς οδήγησε τους υποστηρικτές του Ιγνατίου στη Ρώμη, για να ζητήσουν τη βοήθεια του Πάπα Νικόλαου Α΄. Ο Νικόλαος αρνήθηκε να απαντήσει θετικά στις επιστολές που είχε λάβει από τον Αυτοκράτορα και τον ίδιο το Φώτιο και να επικυρώσει την εκλογή του, αν και οι απεσταλμένοι του στην Κωνσταντινούπολη είχαν συναινέσει στην εκλογή. Το 863 αναθεμάτισε και καθαίρεσε το Φώτιο, ο οποίος επίσης ανταπάντησε με αναθεματισμό. Ο Φώτιος επικαλέστηκε την προσθήκη του Filioque στη Λατινική εκδοχή του Συμβόλου της Πίστεως, για να κατηγορήσει τον Πάπα για αίρεση, στα αίτια όμως του σχίσματος πρέπει να προσθέσουμε και την αξίωση του Πάπα για το πρωτείο, καθώς επίσης και την επιδίωξη της Ρώμης να ελέγξει τα εκκλησιαστικά πράγματα της νεοσύστατης Βουλγαρικής Εκκλησίας.
Στην πρώτη φάση της Πατριαρχείας του Φώτιου συντελέστηκε και η αποστολή στη Μοραβία των αδελφών Κωνσταντίνου-Κυρίλλου και Μεθόδιου, καθώς και η βάπτιση του Βούλγαρου Βασιλιά Βόριδος, με ανάδοχο τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ, συνεπώς και η ίδρυση της πρώτης Βουλγαρικής Εκκλησίας.
Ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος Παύλος, το Ευαγγέλιο. Αγωνίσθηκε για την αναζωπύρωση της ιεραποστολικής συνειδήσεως, που περιφρουρεί την πνευματική ανεξαρτησία και αυτονομία των Ορθοδόξων λαών από εισαγωγές εθίμων ξένων προς την ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της ταυτότητος και της πνευματικής τους ζωής. Διότι γνώριζε ότι ο μέγιστος εχθρός ενός λαού είναι η απώλεια της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας και η αλλοίωση του ήθους του. Ο Ιερός Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του Ιερού Χρυσοστόμου, αφού αναφέρεται πολλές φορές στο έργο αυτό και μάλιστα επηρεάστηκε από αυτή στο θέμα της χρήσεως των επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως ιεραποστόλων.
Ο Ιερός Φώτιος διεξήγαγε ακόμη μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως, εναντίων των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πολλούς από αυτούς.
«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ.... καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται. Εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζὴ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερον τὲ καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».
Ο λόγος αυτός, απόσταγμα της βαθιάς πίστεως και της κατά Θεόν σοφίας του Ισαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, «μυρίαις ἀρεταὶς ἐξανθήσαντος καὶ πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα εφαρμόζεται σε αυτόν τον ειπόντα, τον οποίο η αδιάφθορη συνείδηση της Εκκλησίας και του Γένους, ομολόγησαν αυτόν Άγιο και Ισαπόστολο «τοὶς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ως «ἀοίδιμον μὲν τοὶς διωγμοίς, δεδοξασμένον δὲ τοὶς θανάτοις».Το θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη Πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή εγρήγορση του όλου Εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η Εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο πρόσωπό του τον υπέρμαχο της Ορθοδόξου Πίστεως και τον εκφραστή του αυθεντικού φρονήματος της Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και αν παρακολουθήσουμε τον Ιερό Φώτιο, είτε στη Βιβλιοθήκη), (επιδιδόμενο σε μελέτες), είτε ως Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μεσαιωνικής Ευρώπης (εκείνο της Μαγναύρας, σε μια εποχή που η Δύση ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των σκοτεινών αιώνων), είτε υπουργούντα σε αξιώματα μεγάλα και περιφανή της Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιώτατο Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο την παραγνώριση των ανθρώπων και τις σκληρές στερήσεις δύο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο υπέρ της αληθούς Ορθοδόξου Πίστεως, της «Αποστολικῆς τὲ καὶ Πατερικῆς παραδόσεως» και «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», η οποία αποτελεί και το περιεχόμενο της Πατερικής διδασκαλίας αυτού. Γι' αυτό και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος, καταθέτοντας την συνείδηση της Εκκλησίας περί της πρώϊμης αγιοποιήσεως του μεγάλου Ιεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γὰρ ἣν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτίσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος, πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεῖς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορία, τούτοις δὴ τοὶς ἀθλητικοὶς ἐκ προοιμίου ἀγώσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὐ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοὶς θαύμασι μαρτυρουμένη».
Η ζωντανή Ορθόδοξη πίστη, κατά τον Ιερό Πατέρα, η Πίστη της Αληθείας, είναι η αρχή της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν Χριστώ ένα κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: Μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του Θεού. Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι η γέφυρα που συνδέει τον ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου εκείνου, το οποίο, όπως λέγει ο Ιερός Φώτιος, έρχεται από τον ουρανό και «διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» και Χάρη. Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό ήθος της Ορθοδοξίας: Η αναγέννηση, ένωση, μετοχή και κοινωνία με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.
Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ, διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως, αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση την Ορθή Πίστη, την Ορθοδοξία. Γι' αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Ιερός Φώτιος προς τον Πάπα Νικόλαο: «Τὰ οἰκουμενικαὶς καὶ κοιναὶς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διά της επιμελούς φυλάξεως της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται, τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταὶς εὐσεβούντων ψυχαὶς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Έτσι η μία γενεά, μετά φόβου Θεού, παραδίδει στην επερχόμενη τα της Πίστεως πολύτιμα κεφάλαια που έλαβε, με πλήρη συναίσθηση ότι και η επερχόμενη θα διατηρήσει αλώβητη την Πίστη. Σε μία ομιλία του ο Άγιος εξαίρει τη σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης ανελλειπώς διαδοχής:
«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τᾶς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταὶς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταὶς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἳ προλαβούσαι διδάσκαλοι». Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού, δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι' αυτό και δεν επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας, για την ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το Μυστήριο της Πίστεως.
Η Ενότητα, η Αγιότητα και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και καταξιώνονται με την Αποστολικότητά της. Στην Αρχιερατική Προσευχή του Ιησού ο Αγιασμός και η Καθολική Ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την Αποστολικότητα: «Ἶνα ὁ κόσμος πιστεύση, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας». Έτσι η Αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά Της. Η Εκκλησία είναι Αποστολική, γιατί συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους, αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της Αποστολικής Ιδιότητας και Διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της Αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην Αποστολική Παράδοσή Της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».
Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος υπέρ «τῆς Πίστεως ημῶν τῶν Χριστιανῶν...., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας καὶ τῶν περὶ αὐτὴν Μυστηρίων», στην Εγκύκλιο Επιστολή του του 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», που απειλεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή Πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους Εικονομάχους, αλλά και τις Παπικές αξιώσεις και το Γερμανο-Φραγκικό δόγμα του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των Αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών. Γι' αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 στην Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα Ρωμαϊκά έθιμα. Μάλιστα η Εγκύκλιος Επιστολή του Ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη Συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως.
Ο προστάτης του Φώτιου Καίσαρας Βάρδας δολοφονήθηκε το 866, όπως και ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ το 867, από το στενό συνεργάτη του Βασίλειο, ο οποίος ανέβηκε στο Θρόνο Ως Βασίλειος Α' και υπήρξε ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας. Ο Φώτιος καθαιρέθηκε από το Θρόνο και εξορίστηκε, όχι τόσο ως προστατευόμενος του προηγούμενου Αυτοκράτορα, αλλά κυρίως επειδή ο Βασίλειος αναζητούσε τη συμμαχία του Πάπα και του Αυτοκράτορα της Δύσεως. Ο Ιγνάτιος επανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο στις 23 Νοεμβρίου 867, αλλά οι σχέσεις του με τον εξόριστο Φώτιο φαίνεται, ότι βελτιώθηκαν και έτσι γύρω στο 876 ο Φώτιος ανακλήθηκε από την εξορία και του ανατέθηκε η εκπαίδευση των παιδιών του Αυτοκράτορα. Μετά το θάνατο του Ιγνάτιου (τον Οκτώβριο του 877), ο Φώτιος επανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Αυτή τη φορά ο Φώτιος απέκτησε την τυπική αποδοχή και της Δύσης. Στη Σύνοδο που συγκλήθηκε τον Νοέμβριο του 879 στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την τοποθέτησή του, συμμετείχαν και οι λεγάτοι του Πάπα Ιωάννη Η΄. Οι δογματικές διαφωνίες δεν αντιμετωπίστηκαν, απλώς μπήκαν στο περιθώριο και η Βουλγαρική Εκκλησία ήδη από το 870, επί Ιγνατίου, είχε αναγνωριστεί ως αυτοκέφαλη. Η αναγνώριση αυτή ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την πολιτική επιδίωξη του Βούλγαρου Βασιλέως Βόριδος - Μιχαήλ και έτσι η Βουλγαρία απομακρύνθηκε από την Λατινική σφαίρα επιρροής.
Όταν ο Βασίλειος Α' πέθανε το 886, τον διαδέχτηκε ο γιος του Λέων ΣΤ', παρά την αντίθετη επιθυμία του πατέρα του. Ένα από τα μέτρα του νέου Αυτοκράτορα για να εδραιωθεί πολιτικά περιστοιχιζόμενος από πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, ήταν και η εκ νέου απομάκρυνση του δασκάλου του Φώτιου από τον Πατριαρχικό Θρόνο. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο ανήλικος αδελφός του Αυτοκράτορα Στέφανος (ηλικίας μόλις 19 ετών!). Ο Φώτιος εξορίστηκε, πιθανόν σε μονή της Αρμενίας. Κοιμήθηκε οσίως το έτος 891, όντας εξόριστος στη Μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο Θείος και Ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη Μονή της Ερημίας (ή Ηρεμίας), που ήταν κοντά στη Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην Ιερά Πατριαρχική Μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας...
Το συγγραφικό έργο του Μεγάλου Φωτίου είναι εξαιρετικά μεγάλο. Στά φιλολογικά του συγγράμματα περιλαμβάνεται η «Μυριόβιβλος» ή «Βιβλιοθήκη», η οποία περιέχει κρίσεις για 280 συγγραφείς της εκκλησιαστικής και της θύραθεν παιδείας και αποσπάσματα από έργα τους. Η «Βιβλιοθήκη» είναι αφιερωμένη στον αδελφό του Φώτιου Ταράσιο, με σκοπό να μεταδώσει στον αδελφό του τις γνώσεις του από τα βιβλία που κατά καιρούς είχε διαβάσει, ώστε αυτός να παρηγορηθεί για την απουσία του Φώτιου στη Βαγδάτη. Ωστόσο η συστηματικότητα του έργου προδίδει μακρόχρονη εργασία και κράτηση σημειώσεων από βιβλία που ο Φώτιος είτε είχε στην κατοχή του, είτε είχε πιθανόν δανειστεί. Το έργο πολλών από αυτούς τους συγγραφείς δεν σώθηκε μέχρι τις μέρες μας και έτσι μόνο χάρη στο έργο του Μεγάλου Φωτίου έχουμε αποσπάσματα από τους Κτησία, Κόνωνα, Μέμνονα και τα χαμένα βιβλία του Διόδωρου.
Στά φιλολογικά επίσης έργα του περιλαμβάνεται καί η «Λέξεων Συναγωγή», έργο πολύτιμο γιατί ο Μέγα Φώτιος είχε υπόψη του λεξικά που κατόπιν χάθηκαν. Το λεξικό αυτό είχε υπόψη του και ο συγγραφέας του Μεγάλου Ετυμολογικού, καθώ και ο Σουίδας.
Στά θεολογικά έργα του Ιερού Πατρό περιλαμβάνονται: Τα «Αμφιλόχια», τα οποία απευθύνονται στον Μητροπολίτη Κυζίκου Αμφιλόχιο, ο περίφημο «Νομοκάνων», δηλαδή η συλλογή των Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, τό «Κατά Μανιχαίων», τό «Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας», κ.ά. αξιόλογα έργα. Κατέλειπε επίση ο Άγιος καί 263 επιστολές.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγῆς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ, Φώτιε Μέγιστε, οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἐώας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατηρεῖ Πάτερ ἄσειστον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροπος καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων ἱκέτευε, Φώτιε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρίσασθαι καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου