Πραγματοποιήθηκε τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς 6ης/19ης Δεκεμβρίου 2010, ἡ ἑννάτη συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Κατηχητικῆς Σχολῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας. Ἡ ἐκδήλωσις φιλοξενήθηκε ὅπως πάντα στό Παρεκκλήσιο Παναγίας Παραμυθίας, περιοχῆς Πλάτωνος Ἀχαρνῶν. Προγήθηκε ὁ Ἑσπερινός τῆς ἑορτῆς τοῦ θαυματουργοῦ ἁγ. Νκολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας. Στήν συνάντηση παρέστησαν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης κ. Κήρυκος, ὁ Ἱερομόναχος π. Παντελεήμων Βίλιτσιτς καί οἱ εὐσεβεῖς πιστοί πού παρά τίς ἀντιξοότητες συμμετέχουν κανονικῶς στίς δραστηριότητες τῆς Σχολῆς.
Κατά τήν συνάντηση ὁ Καθηγητής κ. Ἀντ. Μάρκου ἀνέπτυξε τό θέμα, "Ὁ ἅγ. Νικόλαος ὡς πρότυπο ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος" (στήν φωτογραφία ἐξαιρετικῆς τέχνης ρωσική εἰκόνα τοῦ ἁγ. Νικολάου, μέ σκηνές ἀπό τόν Βίο του, τοῦ ἔτους 1540). Στήν συνέχεια καταχωροῦνται τά μέρη τοῦ μαθήματος πού ἀναφέρονται στό λειτούργημα τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, καθώς καί τά σχετικά μέ τίς ἀναγνωρίσεις τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου κατά τόν 20ο αἰ.
Περί Ἐπισκόπου καί Πνευματικοῦ Πατρός.
"Τί εἶναι ὁ ποιμένας - Ἐπίσκοπος γιά τήν Ἐκκλησία; Τό διατυπώνει ἄριστα ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: "Ὅπου ἄν φανῇ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ἦ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία" (Σμυρναίοις). Διότι, "αὐτός ὤν θύρα τοῦ Πατρός, δι' ἧς εἰσέρχονται Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί οἱ Προφήται καί οἱ Ἀπόστολοι καί ἡ Ἐκκλησία· πάντα ταῦτα εἰς ἑνότητα Θεοῦ".
Ὁ Ἐπίσκοπος, δηλαδή, κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο εἶναι τύπος - εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα (Τραλ. ΙΙΙ, 1· Μαγν. ΙΙΙ, 1-2) καί ταυτόχρονα τύπος - εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. VI, 1· Τραλ. ΙΙ, 1) καί κατά συνέπεια ὁρατή κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. V, 1-2· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VIII, 2).
Σάν "τύπος", λοιπόν, καί "εἰς τόπον" Χριστοῦ ὁ Ἐπίσκοπος:
· Ἐπισκοπεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. IV, 1-2) καί τήν κατάλυση τῶν σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ) καί
· Ἱερουργεῖ τήν εὐχαριστιακή καί βαπτισματική ἐγκυρότητα (Φιλαδ. IV, 1· Σμυρν. VIII, 1-2).
Μέ ἄλλα λόγια, ὅλο τό Μυστήριο καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦνται καί διασφαλίζονται "διά τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι ἐπειδή ἔχει αὐτοτελῶς κάποια προσωποπαγῆ ἰδιότητα, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ὁ προεστώς τῆς Ἐκκλησίας, περιβαλλόμενος ἀπό τό συνέδριο τῶν Πρεσβυτέρων, τόν ὅμιλο τῶν Διακόνων καί βεβαίως ὅλη τήν λοιπή σύναξη... μέ τούς πιστούς πού ἔχουν προκαθήμενο τόν Ἐπίσκοπο καί συγκαθήμενο τό Πρεσβυτέριο καί τούς Διακόνους" (Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Φεβρ. 2002, σελ. 2).
Ἀπό τά προηγούμενα τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου προκύπτει, ὅτι Ἐπίσκοπος δέν ἀντλεῖ τά δικαιώματα καί τίς ὑποχρεώσεις τοῦ ἀξιώματός του "αὐτοτελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι "ἡ πηγή, τό κέντρον καί τό περιεχόμενον τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας (ἀφοῦ), οὐσιαστικῶς ἡ Ἱερωσύνη Του ὡς Αἰωνίου Ἀρχιερέως, εἶναι ἡ Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ θεανθρώπινη ἐξουσία Του εἶναι ἡ ἱεραρχική ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας", ὅπως ἔγραψε μεγάλος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰ. " (ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, "Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός", 1974, σελ. 117/8).
Πέραν τοῦ Ἐπισκόπου, τί εἶναι ὁ ποιμένας - Πνευματικός Πατέρας; "Ἀκούσωμεν" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀπό τόν 31ο Λόγο του "Πρός Ποιμένα":
"Ποιμένας κυρίως καί ἡγούμενος ἀγαθός, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἀναζητήση μέ προθυμία καί ἐπιείκεια καί προσευχή καί νά βρῆ τό "ἠσθενημένον καί ἀπολωλός πρόβατον" καί νά τό γιατρέψη καί νά τό ἀπαλλάξη ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς κακίες του.
Κυβερνήτης ἄριστος εἶναι ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά τούς κόπους του, μία ψυχική δύναμι νά φυλάττη τό πλοῖο, ὄχι μόνον ἀβλαβές καί ἀζημίωτο ἀπό τήν μεγάλη τρικυμία καί τόν κλυδωνισμό τῆς θάλασσας, ἀλλά καί νά μπορεῖ, ἄν αὐτό βυθιζόταν, νά τό ἀποσπάση ἀπό τό βάθος τῆς ἀβύσσου".
Καί ὁ Πνευματικός ὅμως, ὅπως καί ὁ Ἐπίσκοπος, δέν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του "αὐτολελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά καί πάλι ἀπό τόν Χριστό. Διότι, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, "ὁ καλός ποιμένας γνωρίζεται ἀπό τήν ἀληθινή καί κατά Θεόν ἀγάπη, τήν ὁποία χρεωστῆ νά ἔχη πρός ὅλους, καί ἀπό τούς λόγους καί τούς κόπους πού κάνει γιά νά ἀξιωθοῦν τῆς σωτηρίας τους. Διότι καί ὁ Μέγας καί Ἀληθινός Ποιμένας Χριστός, ἐφανέρωσε τήν πολλή καί μεγάλη ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς, μέ τό νά καταδεχτῆ νά ὑποστῆ τόσα δεινά καί τελευταῖα τήν ἑκούσια Σταύρωσι, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι".
Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν θέση τοῦ "τύπου Χριστοῦ, εἰς τόπον Χριστοῦ" προεστώτος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στή θέση τοῦ Δεσπότη; Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Πνευματικός Πατέρας πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητος, στήν ἰδιοκτησία πάνω στούς πιστούς; Καταλήγουν νά εἶναι καταχραστές ἐκκλησιαστικῆς καί πνυματικῆς ἐξουσίας.
"Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν" ἐκτός ἀπό τά περιστατικά καταχρήσεως ἐξουσίας ἀπό πρόσωπα τῆς δημόσιας καί τῆς λεγομένης κοινωνικῆς ζωῆς, γίνονται γνωστά ἀνάλογα περιστατικά μερικῶν φορέων ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους βασίζονται στό σεβασμό τοῦ λαοῦ πρός τήν ἱερότητα τοῦ ἀξιώματός τους καί οἰκοδομοῦν πάνω σ' αὐτό τόν σεβασμό τήν παντοειδή ἰδιοτέλειά τους.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους πού βάζουν πάνω ἀπό τόν Χριστό τόν ἑαυτό τους καί πασχίζουν νά κρατηθοῦν μέ διάφορους τρόπους στήν ἐπιφάνεια καί τήν ἐπικαιρότητα.
Ὁ Κύριος εἶπε γιά τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του καί κατ' ἐπέκταση γιά τούς διαδόχους τους Ἐπισκόπους καί ποιμένες: "Οὔτω λαμψάτω τό φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς". Ὅσοι στεροῦνται τοῦ ἀναμμένου λύχνου τῆς ἀρετῆς, προσπαθοῦν νά ἀντισταθμίσουν τήν ἔλλειψη αὐτή μέ τά μεγαλόπρεπα κτίρια, τά πολυτελή ἄμφια, τούς πομπῶδεις τίτλους καί τό ἀπαραίτητο πλέον, "εὐλόγησον" καί "νά εἶναι εὐλογημένο". (βλ. σχ. Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσης, φ. Φεβρ. 2002).
Βεβαίως, ναί, θά πεῖ ὁ πιστός "εὐλόγησον" καί "νά εἷναι εὐλογημένο", σέ ὅσα εἶναι καλά καί εὐλογημένα καί προβλεπόμενα ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὄχι σέ αὐθαίρετες προσωπικές γνῶμες τῶν ποιμένων, πόσο μᾶλλον σέ παράνομες, ἀντικανονικές καί κολάσιμες ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες πράξεις τους.
Μέ τήν παχυλή "ἐν πολλοῖς" ἀμαθεία πού διακρίνει τήν ἐποχή μας, συνήθως ἀκοῦμε ὅτι:
· "Ἡ Ἐκκλησία ἀποφάσισε γιά τό Α ἤ Β θέμα" καί νά ἐννοοῦμε μία σύναξη 2 - 3 ἤ καί περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί συνήθως μόνον ἕνα, τόν Πρῶτο (Ἀρχιεπίσκοπο ἤ Πατριάρχη) καί τό περιβάλλον του ἤ
· "Οἱ Μητροπολίτες ὑπάγονται στή δικαιοδοσία τῆς Συνόδου" (δηλαδή τοῦ Προέδρου της).
Ὅμως, ἐπικαλούμενοι "τήν ὁροθεσία τῆς ἁγίας μας Παραδόσεως", πρέπει νά ἀπευθύνουμε τό ἐρώτημα:
· Ἐκκλησία εἶναι Κλῆρος καί λαός ἤ μόνον οἱ Ἐπίσκοποι; καί
· Κάθε Μητροπολίτης εἶναι Ποιμενάρχης - Προκαθήμενος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας - Μητροπόλεως, ὁρατή εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ἤ ἐντολοδόχος ἀνώτερος ὑπάλληλος κάποιας Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς - Συνόδου γιά τήν συγκεκριμένη περιοχή;
Α. Ἐκκλησία εἶναι τό ὅλο Σῶμα, Κλῆρος καί λαός, "μέ τίς πνευματικές διαβαθμίσεις πού ὁρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀναγνωρίζουσα τήν προτεραιότητα τῆς θεοπτικῆς θεολογίας τῶν τελείων καί ὄχι τήν τυπική διατύπωση της ἀπό τούς τιτλούχους καί μή θεόπτας". Δηλαδή, ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐκφράζεται ἀπό ἕναν ἁπλό, ἀλλά θεόπτη - θεωμένο μοναχό (π.χ. τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή) καί ὄχι ἀπό Ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς τίτλους, ἀλλά δέν εἶναι θεόπτες - φορεῖς τῆς ἀληθείας (λ.χ. οἱ σύγχρονοι τοῦ ἁγ. Μαξίμου Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς).
Αὐτό τό Σῶμα, τήν Ἐκκλησία, ἐκφράζουν οἱ Ἐπίσκοποι "ἐν Συνόδῳ· ἡ Σύνοδος (ὅμως) ὀφείλει νά ἐκφράζει τήν φωνή τοῦ ὅλου Σώματος, τῆς ὁλότητος νοουμένης καί χρονικῶς (ὅλων τῶν ἀπ' αἰῶνος ἐν Θεῷ τελειωθέντων) καί τοπικῶς. Ἡ συμφωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ἐν αὐτῷ Ἁγίων καί Δικαίων, καταφάσκει ἤ ἀπορρίπτει ὅ,τι προέκυψε ἀπό τό Συνοδικό γεγονός, εἴτε ὡς ἀπλανή, εἴτε ὡς μή ἀπλανή διατύπωση τῆς Πίστεως καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας".
Δηλαδή, κάθε Σύνοδος ὀφείλει νά ἐκφράζει ὄχι μόνον τούς ζῶντες πιστούς, ἀλλά καί κεκοιμημένους (τόσο πιστούς, ὅσο καί κυρίως Ἁγίους - Διδασκάλους). Μία Σύνοδος, δηλαδή, γιά νά εἶναι γνησία Σύνοδος καί ὄχι ληστρική, ὀφείλει νά βρίσκεται σέ συμφωνία μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (Οἰκουμενικές, Τοπικές καί Πανορθοδόξους).
Β. Οἱ κατά τόπους Ἀρχιερεῖς δέν εἶναι φορεῖς αὐτόνομης ἐξουσίας, ἀλλά ἐκφραστές τῶν τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν. Τό δηλώνει καί τό ὄνομά τους. Λ.χ. τοῦ ἁγ. Νικολάου δέν σώζεται τό ἐπώνυμο, διότι μετά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο ἐπωνομάζεται ἀπό τό ὄνομα τῆς Ἐπισκοπῆς του, ἐν προκειμένῳ Ἀρχιεπισκοπῆς Μύρων.
Ὁ Ἐπίσκοπος, δηλαδή, κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο εἶναι τύπος - εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα (Τραλ. ΙΙΙ, 1· Μαγν. ΙΙΙ, 1-2) καί ταυτόχρονα τύπος - εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. VI, 1· Τραλ. ΙΙ, 1) καί κατά συνέπεια ὁρατή κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. V, 1-2· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VIII, 2).
Σάν "τύπος", λοιπόν, καί "εἰς τόπον" Χριστοῦ ὁ Ἐπίσκοπος:
· Ἐπισκοπεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. IV, 1-2) καί τήν κατάλυση τῶν σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ) καί
· Ἱερουργεῖ τήν εὐχαριστιακή καί βαπτισματική ἐγκυρότητα (Φιλαδ. IV, 1· Σμυρν. VIII, 1-2).
Μέ ἄλλα λόγια, ὅλο τό Μυστήριο καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦνται καί διασφαλίζονται "διά τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι ἐπειδή ἔχει αὐτοτελῶς κάποια προσωποπαγῆ ἰδιότητα, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ὁ προεστώς τῆς Ἐκκλησίας, περιβαλλόμενος ἀπό τό συνέδριο τῶν Πρεσβυτέρων, τόν ὅμιλο τῶν Διακόνων καί βεβαίως ὅλη τήν λοιπή σύναξη... μέ τούς πιστούς πού ἔχουν προκαθήμενο τόν Ἐπίσκοπο καί συγκαθήμενο τό Πρεσβυτέριο καί τούς Διακόνους" (Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Φεβρ. 2002, σελ. 2).
Ἀπό τά προηγούμενα τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου προκύπτει, ὅτι Ἐπίσκοπος δέν ἀντλεῖ τά δικαιώματα καί τίς ὑποχρεώσεις τοῦ ἀξιώματός του "αὐτοτελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι "ἡ πηγή, τό κέντρον καί τό περιεχόμενον τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας (ἀφοῦ), οὐσιαστικῶς ἡ Ἱερωσύνη Του ὡς Αἰωνίου Ἀρχιερέως, εἶναι ἡ Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ θεανθρώπινη ἐξουσία Του εἶναι ἡ ἱεραρχική ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας", ὅπως ἔγραψε μεγάλος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰ. " (ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, "Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός", 1974, σελ. 117/8).
Πέραν τοῦ Ἐπισκόπου, τί εἶναι ὁ ποιμένας - Πνευματικός Πατέρας; "Ἀκούσωμεν" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀπό τόν 31ο Λόγο του "Πρός Ποιμένα":
"Ποιμένας κυρίως καί ἡγούμενος ἀγαθός, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἀναζητήση μέ προθυμία καί ἐπιείκεια καί προσευχή καί νά βρῆ τό "ἠσθενημένον καί ἀπολωλός πρόβατον" καί νά τό γιατρέψη καί νά τό ἀπαλλάξη ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς κακίες του.
Κυβερνήτης ἄριστος εἶναι ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά τούς κόπους του, μία ψυχική δύναμι νά φυλάττη τό πλοῖο, ὄχι μόνον ἀβλαβές καί ἀζημίωτο ἀπό τήν μεγάλη τρικυμία καί τόν κλυδωνισμό τῆς θάλασσας, ἀλλά καί νά μπορεῖ, ἄν αὐτό βυθιζόταν, νά τό ἀποσπάση ἀπό τό βάθος τῆς ἀβύσσου".
Καί ὁ Πνευματικός ὅμως, ὅπως καί ὁ Ἐπίσκοπος, δέν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του "αὐτολελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά καί πάλι ἀπό τόν Χριστό. Διότι, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, "ὁ καλός ποιμένας γνωρίζεται ἀπό τήν ἀληθινή καί κατά Θεόν ἀγάπη, τήν ὁποία χρεωστῆ νά ἔχη πρός ὅλους, καί ἀπό τούς λόγους καί τούς κόπους πού κάνει γιά νά ἀξιωθοῦν τῆς σωτηρίας τους. Διότι καί ὁ Μέγας καί Ἀληθινός Ποιμένας Χριστός, ἐφανέρωσε τήν πολλή καί μεγάλη ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς, μέ τό νά καταδεχτῆ νά ὑποστῆ τόσα δεινά καί τελευταῖα τήν ἑκούσια Σταύρωσι, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι".
Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν θέση τοῦ "τύπου Χριστοῦ, εἰς τόπον Χριστοῦ" προεστώτος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στή θέση τοῦ Δεσπότη; Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Πνευματικός Πατέρας πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητος, στήν ἰδιοκτησία πάνω στούς πιστούς; Καταλήγουν νά εἶναι καταχραστές ἐκκλησιαστικῆς καί πνυματικῆς ἐξουσίας.
"Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν" ἐκτός ἀπό τά περιστατικά καταχρήσεως ἐξουσίας ἀπό πρόσωπα τῆς δημόσιας καί τῆς λεγομένης κοινωνικῆς ζωῆς, γίνονται γνωστά ἀνάλογα περιστατικά μερικῶν φορέων ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους βασίζονται στό σεβασμό τοῦ λαοῦ πρός τήν ἱερότητα τοῦ ἀξιώματός τους καί οἰκοδομοῦν πάνω σ' αὐτό τόν σεβασμό τήν παντοειδή ἰδιοτέλειά τους.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους πού βάζουν πάνω ἀπό τόν Χριστό τόν ἑαυτό τους καί πασχίζουν νά κρατηθοῦν μέ διάφορους τρόπους στήν ἐπιφάνεια καί τήν ἐπικαιρότητα.
Ὁ Κύριος εἶπε γιά τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του καί κατ' ἐπέκταση γιά τούς διαδόχους τους Ἐπισκόπους καί ποιμένες: "Οὔτω λαμψάτω τό φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς". Ὅσοι στεροῦνται τοῦ ἀναμμένου λύχνου τῆς ἀρετῆς, προσπαθοῦν νά ἀντισταθμίσουν τήν ἔλλειψη αὐτή μέ τά μεγαλόπρεπα κτίρια, τά πολυτελή ἄμφια, τούς πομπῶδεις τίτλους καί τό ἀπαραίτητο πλέον, "εὐλόγησον" καί "νά εἶναι εὐλογημένο". (βλ. σχ. Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσης, φ. Φεβρ. 2002).
Βεβαίως, ναί, θά πεῖ ὁ πιστός "εὐλόγησον" καί "νά εἷναι εὐλογημένο", σέ ὅσα εἶναι καλά καί εὐλογημένα καί προβλεπόμενα ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὄχι σέ αὐθαίρετες προσωπικές γνῶμες τῶν ποιμένων, πόσο μᾶλλον σέ παράνομες, ἀντικανονικές καί κολάσιμες ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες πράξεις τους.
Μέ τήν παχυλή "ἐν πολλοῖς" ἀμαθεία πού διακρίνει τήν ἐποχή μας, συνήθως ἀκοῦμε ὅτι:
· "Ἡ Ἐκκλησία ἀποφάσισε γιά τό Α ἤ Β θέμα" καί νά ἐννοοῦμε μία σύναξη 2 - 3 ἤ καί περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί συνήθως μόνον ἕνα, τόν Πρῶτο (Ἀρχιεπίσκοπο ἤ Πατριάρχη) καί τό περιβάλλον του ἤ
· "Οἱ Μητροπολίτες ὑπάγονται στή δικαιοδοσία τῆς Συνόδου" (δηλαδή τοῦ Προέδρου της).
Ὅμως, ἐπικαλούμενοι "τήν ὁροθεσία τῆς ἁγίας μας Παραδόσεως", πρέπει νά ἀπευθύνουμε τό ἐρώτημα:
· Ἐκκλησία εἶναι Κλῆρος καί λαός ἤ μόνον οἱ Ἐπίσκοποι; καί
· Κάθε Μητροπολίτης εἶναι Ποιμενάρχης - Προκαθήμενος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας - Μητροπόλεως, ὁρατή εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ἤ ἐντολοδόχος ἀνώτερος ὑπάλληλος κάποιας Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς - Συνόδου γιά τήν συγκεκριμένη περιοχή;
Α. Ἐκκλησία εἶναι τό ὅλο Σῶμα, Κλῆρος καί λαός, "μέ τίς πνευματικές διαβαθμίσεις πού ὁρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀναγνωρίζουσα τήν προτεραιότητα τῆς θεοπτικῆς θεολογίας τῶν τελείων καί ὄχι τήν τυπική διατύπωση της ἀπό τούς τιτλούχους καί μή θεόπτας". Δηλαδή, ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐκφράζεται ἀπό ἕναν ἁπλό, ἀλλά θεόπτη - θεωμένο μοναχό (π.χ. τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή) καί ὄχι ἀπό Ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς τίτλους, ἀλλά δέν εἶναι θεόπτες - φορεῖς τῆς ἀληθείας (λ.χ. οἱ σύγχρονοι τοῦ ἁγ. Μαξίμου Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς).
Αὐτό τό Σῶμα, τήν Ἐκκλησία, ἐκφράζουν οἱ Ἐπίσκοποι "ἐν Συνόδῳ· ἡ Σύνοδος (ὅμως) ὀφείλει νά ἐκφράζει τήν φωνή τοῦ ὅλου Σώματος, τῆς ὁλότητος νοουμένης καί χρονικῶς (ὅλων τῶν ἀπ' αἰῶνος ἐν Θεῷ τελειωθέντων) καί τοπικῶς. Ἡ συμφωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ἐν αὐτῷ Ἁγίων καί Δικαίων, καταφάσκει ἤ ἀπορρίπτει ὅ,τι προέκυψε ἀπό τό Συνοδικό γεγονός, εἴτε ὡς ἀπλανή, εἴτε ὡς μή ἀπλανή διατύπωση τῆς Πίστεως καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας".
Δηλαδή, κάθε Σύνοδος ὀφείλει νά ἐκφράζει ὄχι μόνον τούς ζῶντες πιστούς, ἀλλά καί κεκοιμημένους (τόσο πιστούς, ὅσο καί κυρίως Ἁγίους - Διδασκάλους). Μία Σύνοδος, δηλαδή, γιά νά εἶναι γνησία Σύνοδος καί ὄχι ληστρική, ὀφείλει νά βρίσκεται σέ συμφωνία μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (Οἰκουμενικές, Τοπικές καί Πανορθοδόξους).
Β. Οἱ κατά τόπους Ἀρχιερεῖς δέν εἶναι φορεῖς αὐτόνομης ἐξουσίας, ἀλλά ἐκφραστές τῶν τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν. Τό δηλώνει καί τό ὄνομά τους. Λ.χ. τοῦ ἁγ. Νικολάου δέν σώζεται τό ἐπώνυμο, διότι μετά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο ἐπωνομάζεται ἀπό τό ὄνομα τῆς Ἐπισκοπῆς του, ἐν προκειμένῳ Ἀρχιεπισκοπῆς Μύρων.
"Ἡ Ἀποστολική ἐξουσία - ἔγραψε σύγχρονος Θεολόγος - δέν εἶναι ἐξουσία προσωπική τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν ἀπό τόν Χριστόν νά γίνουν ὄργανα τῆς Χαριτός Του, ἀλλά ἐξουσία λειτουργική, ἡ ὁποία σχετίζεται ἐσωτερικῶς μέ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ Ὁποία εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή καί τά μέλη" (Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, "Ἐφόδιον Ὀρθοδοξίας", 1993, σελ. 206).
"Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων - γράφει ἄλλος Θεολόγος - οὔτε ἐπιβάλλονται ἀπό μία ἐξουσία μοναρχική, οὔτε ἐπιτυγχάνονται μέ μία ψηφοφορία δημοκρατική, ἀλλά εἶναι πάντοτε ex consensu Ecclesiae, σύμφωνες μέ τήν ὁλική πίστη τῆς Ἐκκλησίας... Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει μία Σύνοδο ἀληθινά καθολική καί τό Σῶμα τό μαρτυρεῖ κατά τήν ἠθελημένη ἀπό τόν Θεό στιγμή" (Π. Εὐδοκίμωφ, "Ἡ Ὀρθοδοξία", 1972, σλ. 216, 219).
"Ἡ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως - γράφει Καθηγητής Πανεπιστημίου - γιά τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει συγκληθῆ ὡς Οἰκουμενική, ἦταν ἀπόλυτο κριτήριο καί ἐκδηλωνόταν μέ ποικίλους τρόπους, ἤτοι μέ τοπικές Συνόδους, μέ θεολογικές πραγματείες, μέ κινητοποιήσεις τοῦ Κλήρου, τῶν μοναχῶν, τοῦ λαοῦ, κ.ἄ... Τό κατοχυρωμένο κανονικό δικαίωμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώ-ματος νά διακρίνη μεταξύ τῆς αὐθεντικῆς καί τῆς νοθευμένης δογματικῆς διδασκαλίας ὁποιασδήποτε Συνόδου, διαμόρφωνε καί τό περιεχόμενο τοῦ ἀγώνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἐνεργοῦσε ὡς ὁ ἀστασίαστος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως" (Βλασίου Φειδᾶ, "Ἐκκλησιαστική Ἱστορία", 1, σελ. 863, 868).
Δηλαδή, πιό ἁπλᾶ:
· Ἄν ἡ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή τόν Κλῆρο καί τόν λαό·
· Ἄν χωρίς αὐτήν, χωρίς τήν ἀποδοχή δηλαδή τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας συνολικά (τούς Ποιμένες καί τούς ποιμενομένους), οἱ Σύνοδοι πού τίς ἀποφάσισαν εἶναι ληστρικές καί ὄχι κανονικές (ὅπως συνέβη μέ τήν Μονοφυσιτική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449, τήν Εἰκονομαχική τῆς Ἱέρειας τοῦ 754 καί τήν ψευδενωτική τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας τοῦ 1449)·
τότε εὔκολα ἀντιλαμβανόμεθα ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀπέναντι σέ παράνομες, ἀντικανονικές ἤ ἄδικες ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου, στίς ὁποίες καλεῖται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα νά ὑπακούσει.
"Ἡ ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν στήν Παπική Ἐγκύκλιο τοῦ Πίου Θ', τό 1848 - γράφει ἄλλος Πανεπιστημιακός Καθηγητής - δείχνει πειστικά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Στήν ἀπαίτηση τοῦ Πάπα ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ἐπιστρέψουν στήν Δυτική Ἐκκλησία, ἀπαντοῦν πώς τοῦτο εἶναι ἀνέφικτο, γιατί ἡ Ἐκκλησία στόν ὀρθόδοξο χῶρο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός καί αὐτός δέν ἐγκρίνει καμμία καινοτομία. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἔχει σπουδαία ἐκκλησιολογική βάση" (Ν. Ματσούκα, "Δογματική καί Συμβολική Θεολογία", τ. 2ος, σελ. 446· βλ. σχ. "Ἐκκλησιολογική Ὁροθεσία", Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Σεπτ. 2001, σελ. 1 - 3).
"Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων - γράφει ἄλλος Θεολόγος - οὔτε ἐπιβάλλονται ἀπό μία ἐξουσία μοναρχική, οὔτε ἐπιτυγχάνονται μέ μία ψηφοφορία δημοκρατική, ἀλλά εἶναι πάντοτε ex consensu Ecclesiae, σύμφωνες μέ τήν ὁλική πίστη τῆς Ἐκκλησίας... Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει μία Σύνοδο ἀληθινά καθολική καί τό Σῶμα τό μαρτυρεῖ κατά τήν ἠθελημένη ἀπό τόν Θεό στιγμή" (Π. Εὐδοκίμωφ, "Ἡ Ὀρθοδοξία", 1972, σλ. 216, 219).
"Ἡ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως - γράφει Καθηγητής Πανεπιστημίου - γιά τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει συγκληθῆ ὡς Οἰκουμενική, ἦταν ἀπόλυτο κριτήριο καί ἐκδηλωνόταν μέ ποικίλους τρόπους, ἤτοι μέ τοπικές Συνόδους, μέ θεολογικές πραγματείες, μέ κινητοποιήσεις τοῦ Κλήρου, τῶν μοναχῶν, τοῦ λαοῦ, κ.ἄ... Τό κατοχυρωμένο κανονικό δικαίωμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώ-ματος νά διακρίνη μεταξύ τῆς αὐθεντικῆς καί τῆς νοθευμένης δογματικῆς διδασκαλίας ὁποιασδήποτε Συνόδου, διαμόρφωνε καί τό περιεχόμενο τοῦ ἀγώνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἐνεργοῦσε ὡς ὁ ἀστασίαστος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως" (Βλασίου Φειδᾶ, "Ἐκκλησιαστική Ἱστορία", 1, σελ. 863, 868).
Δηλαδή, πιό ἁπλᾶ:
· Ἄν ἡ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή τόν Κλῆρο καί τόν λαό·
· Ἄν χωρίς αὐτήν, χωρίς τήν ἀποδοχή δηλαδή τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας συνολικά (τούς Ποιμένες καί τούς ποιμενομένους), οἱ Σύνοδοι πού τίς ἀποφάσισαν εἶναι ληστρικές καί ὄχι κανονικές (ὅπως συνέβη μέ τήν Μονοφυσιτική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449, τήν Εἰκονομαχική τῆς Ἱέρειας τοῦ 754 καί τήν ψευδενωτική τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας τοῦ 1449)·
τότε εὔκολα ἀντιλαμβανόμεθα ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀπέναντι σέ παράνομες, ἀντικανονικές ἤ ἄδικες ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου, στίς ὁποίες καλεῖται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα νά ὑπακούσει.
"Ἡ ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν στήν Παπική Ἐγκύκλιο τοῦ Πίου Θ', τό 1848 - γράφει ἄλλος Πανεπιστημιακός Καθηγητής - δείχνει πειστικά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Στήν ἀπαίτηση τοῦ Πάπα ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ἐπιστρέψουν στήν Δυτική Ἐκκλησία, ἀπαντοῦν πώς τοῦτο εἶναι ἀνέφικτο, γιατί ἡ Ἐκκλησία στόν ὀρθόδοξο χῶρο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός καί αὐτός δέν ἐγκρίνει καμμία καινοτομία. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἔχει σπουδαία ἐκκλησιολογική βάση" (Ν. Ματσούκα, "Δογματική καί Συμβολική Θεολογία", τ. 2ος, σελ. 446· βλ. σχ. "Ἐκκλησιολογική Ὁροθεσία", Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Σεπτ. 2001, σελ. 1 - 3).
Οἱ ἀνακομιδές τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου κατά τόν 20ο αἰ.
"...Ὁ τάφος τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Βασιλική τοῦ Μπάρι ἀνοίχθηκε ἀναγκαστικά τό 1953, κατά τήν διάρκεια ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν στό ναό, τήν νύκτα τῆς 5ης πρός 6η Μαϊου (ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἀρχιεπισκοπή τοῦ Μπάρι δέν ἔχουν δοθεῖ κάποιες ἐξηγήσεις γιά τόν λόγο πού ἡ ἀνακομιδή ἔγινε νύκτα. Γιά τόν σκοπό αὐτό εἶχε συγκροτηθεῖ ἀπό τόν Πάπα ἐπιτροπή, μέ πρόεδρο τόν τότε Ρωμαιοκαθολικό Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μπάρι Enrico Nicodemo, γιά τήν κανονική ἀναγνώριση τῶν λειψάνων τοῦ τάφου. Παράλληλα ὁ ἀναγνωριστικός ἔλεγχος καί ἡ καταμέτρηση τῶν ὀστῶν ἀνατέθηκε στόν Καθηγητή τῆς Ἀνατομίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπάρι Luigi Martino καί στό βοηθό του Γιατρό Alfredo Ruggiery.
Τά ἱερά Λείψανα τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας βρέθηκαν μέσα σέ μονολιθική λάρνακα ἀπό σκληρή πέτρα. Ἀπό τήν ἐποχή τῆς καταθέσεως (τό 1090), ἡ λάρνακα εἶχε καλυφθεῖ μέ τρεῖς ἀλεπάλληλες λίθινες πλάκες.
Τά Λείψανα μέσα στή λάρνακα ἔπλεαν σέ ἕνα διαυγές, ἄχρωμο καί ἄοσμο ὑγρό, τό ὁποῖο εἶχε βάθος τρία περίπου ἑκατοστά! Ἡ ἐξέταση τοῦ ὑγροῦ αὐτοῦ ἀπό τά Ἰνστιτοῦτα Χημείας καί Ὑγιεινῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπάρι ἀπέδειξε, ὅτι ἐπρόκειτο γιά καθαρό νερό, ἐλεύθερο ἀπό ἅλατα καί στεῖρο ἀπό μικροοργανισμούς!!! Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ὑγρό προήρχετο ἀπό τίς μυελοκυψέλες τῶν σπογγωδῶν ὀστῶν!!!
Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ἀποτελοῦν τήν ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση τῆς μυροβλυσίας τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου. Τό γεγονός αὐτό δέν ἔγινε βεβαίως γνωστό στούς Δυτικούς τό 1953. Λατινικά κείμενα τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. μαρτυροῦν ὅτι οἱ Βαριανοί ναῦτες, ὅταν παραβίασαν τήν λάρνακα τοῦ Ἁγίου στά Μῦρα, βρῆκαν τά Ἱερά Λείψανα μέσα σέ «θεῖο μῦρο ἤ ὑγρό» (sanctus liquor – oleum). Ἀκόμη, ἡ συνέχεια καί στό Μπάρι τοῦ ἐξαισίου αὐτοῦ θαύματος, ἀποδεικνύεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν κοινή παράδοση τῶν Παπικῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τήν ὕπαρξη τεσσάρων ὀπῶν (στή λάρνακα καί τίς τρεῖς πλάκες πού τήν κάλυπταν), ἀπ’ ὅπου μέ τήν βοήθεια ράβδου καί βάμβακος ἤ ὑφάσματος, ἦταν δυνατή ἡ ἐξαγωγή τοῦ μύρου, τό ὁποῖο ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Μάννα – Manna».
Μετά τήν ἱστορικά δεύτερη αὐτή ἀνακομιδή, ἐξέταση καί ἀναγνώριση, τά Ἱερά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου τοποθετήθηκαν σέ γυάλινη θήκη καί ἐκτέθηκαν σέ προσκύνηση.
Ἡ γυάλινη θήκη τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἄνοιξε ἐπίσης τό βράδυ τῆς 7ης πρός 8η Μαίου 1957, μέ σκοπό νέα ἀναγνώριση, καταμέτρηση τῶν ὀστῶν καί ἀνατομική καί ἀνθρωπολογική τους μελέτη, πρίν τήν ὁριστική τους κατάθεση στήν ἀρχική λάρνακα, κάτω ἀπό τήν Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, μετά τό πέρας τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν. Στήν ἰατρική ὁμάδα τήν φορά αὐτή συμμετεῖχε - ἐκτός τοῦ Καθηγητοῦ Martino καί τοῦ βοηθοῦ του Ruggiery – καί ὁ Γιατρός Venezia Luigi. Τά τελικά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων - ἀναγνωρίσεων τοῦ 1953 καί τοῦ 1957 εἶναι τά ἀκόλουθα:
Στή λάρνακα τοῦ Ἁγίου βρέθηκαν ἡ Κάρα, σπόνδυλοι, λίγα τεμάχια πλευρικῶν ὀστέων καί ὠμοπλάτης, μεγάλα τμήματα τῶν ἀντιβραχιωνίων καί ἑνός βραχίονος, πολλά ὀστάρια τῶν καρπῶν, τῶν μετακαπρίων καί τῶν φαλάγγων, ἑνός λαγονίου, τῶν μηριαίων, τῶν ἐπιγονατίδων καί τῶν περονῶν καί τμήματα τῶν ὀστῶν τῶν κνημῶν, τῶν ταρσῶν, τῶν μεταταρσίων καί τῶν φαλάγγων. Ἄν καί ὑπῆρχαν καί θρυμματισμένα ὀστᾶ, συγκεντρωμένα σέ δύο ἀργυρά κύπελλα, εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι πολλά ὀστᾶ ἔλειπαν.
Οἱ Δομηνικανοί τοῦ Μπάρι δέχονται, ὅτι «ἡ ἐμφάνιση αὐτή τῶν ὀστῶν τοῦ Ἁγίου (ἄλλα νά λείπουν, ἄλλα νά εἶναι κατασπασμένα καί ἄλλα θρυμματισμένα), σχετίζεται ὄχι μόνο μέ τόν χρόνο πού πέρασε ἀπό πάνω τους, ἀλλά πιο πολύ μέ τήν μεγάλη περιπέτεια τῆς ἀρπαγῆς καί μεταφορᾶς τους στό Μπάρι» («Δελτίο…», σελ. 8).
Δέχονται ἀκόμη, ὅτι «ἡ σπουδή τῶν ναυτικῶν καί ἡ ὑπερκάλυψή τους ἀπό τό μῦρο μέσα στόν ἀρχικό τάφο τους, δέν εὐνοοῦσαν - ὅπως εἶναι φυσικό – τήν περισυλλογή τους στό ἀκέραιο, πέρα ἀπό τό ἐνδεχόμενο τῆς ὑπεξαίρεσης ἤ μή κάποιων ἀπό αὐτά κατά τήν μεταφορά τους καί πρίν τήν ὁριστική τους τοποθέτηση στή λάρνακα τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου στό Μπάρι» («Δελτίο…» σελ. 9).
Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἐξετάσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου - ἀπό τήν ὑπό τόν Καθηγητή Martino ἐπιτροπή – ὑπῆρξαν ἐντυπωσιακά. «Ὅλα τά ὀστᾶ - γράφεται στό σχετικό Πόρισμα - ἀνῆκαν σέ ἕνα καί τό αὐτό ἄτομο, σέ ἄνδρα πού ἀνῆκε στή λευκή Ἰνδοευρωπαϊκή φυλή, εἶχε ὕψος περίπου 1,67 μ., τρέφοταν κυρίως μέ φυτικά προϊόντα καί ἀπεβίωσε σέ ἡλικία μεγαλύτερη τῶν 70 ἐτῶν…
Ἡ κατάσταση ὁρισμένων ὀστῶν ἔδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ἄτομο στό ὁποῖο ἀνῆκαν, πρέπει νά εἶχε ὑποφέρει πολύ κάτω ἀπό ἰδιαίτερα δυσμενεῖς συνθῆκες διαβίωσης. Ἡ ἀγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα καί ἡ διάχυτη ἐνδοκρανιακή ὑπερόστωση πού ἐπισημάνθηκαν στά ἀνάλογα ὀστᾶ, πρέπει νά κληρονομήθηκαν ἀπό κάποια ὑγρή φυλακή, ὅπου πέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του καί μάλιστα σέ προχωρημένη ἡλικία».
Ἡ ἰχνογραφική ἀνάπλαση τοῦ προσώπου ἀπό τόν ἴδιο Καθηγητή, μέ τήν μέθοδο τῆς ὑπερσκελετικῆς ἀναπλάσεως τῶν μαλακῶν μερῶν τῆς κεφαλῆς, ἀπέδωσε ἐπίσης θεαματικά ἀποτελέσματα. «Ἡ ἀναπλασμένη μέ αὐτό τόν τρόπο μορφή – γράφουν οἱ Δομηνικανοί – δείχνει ἕνα πρόσωπο ἀσκητικό, εὐγενικό, μέ ἁρμονικές ἀναλογίες, μέ ψηλό καί πλατύ μέτωπο, μέ μεγάλα μάτια - ἐλαφρά βαθουλωτά – γλυκά μαζί καί αὐστηρά, μάτια ἀνθρώπου σκεπτικοῦ καί βασανισμένου» («Δελτίο…» σελ. 9).
Τά σχετικά ἰχνογραφήματα πού δημοσίευσε ὁ Καθηγητής Martino ἀποδεικνύουν, ὅτι ἡ πάροδος τοῦ χρόνου δέν ἄμβλυνε τήν μνήμη τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μορφῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου, ὅπως διασώθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφική παράδοση (μεγάλο μέτωπο, κοντά χωρισμένα γέννια, κάπως ἔντονα ζυγωματικά καί φαλάκρα). Μάλιστα, βρίσκονται σέ συμφωνία μέ τίς παλαιότερες γνωστές ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου, ἐκείνη τῆς Santa Maria Antiqua τῆς Ρώμης (8ος ἤ 9ος αἰ.) καί τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου Βενετίας ( ψηφιδωτό τοῦ 12ου αἰ.). (Βλ. γενικά G. Gioffari, “La antica iconografia de S. Nicola”, 1988 καί P. Saceardo, “la capellia di S. Isidoro nella Bassilica di S. Marko”, 1987).
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας.
G. Gioffari, “Storia nella critica storica”, 1987.
D. Bova, “In Pellegrinachio a Myra preso la tomba chefudis St. Nichola”, στό «Δελτίο τοῦ ἁγ. Νικολάου», φ. ΙΙ, 1981.
I. Martino, “Rigognazione anatomica e studio anthropopetrico delle reliqouee di S. Nicola di Bari”, στό «Δελτίο ἁγ. Νικολάου», τ. 1957.
Τοῦ ἰδίου “La reliquie di S. Nicola”, 1987.
Ν. Ἰ. Φλοῦδα, «Ὁ ἅγ. Νικόλαος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας», 1960.
G. Anrich, “ Hagios Nicolaos in der Griecltischen Kirche”, 1987.
Τά ἱερά Λείψανα τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας βρέθηκαν μέσα σέ μονολιθική λάρνακα ἀπό σκληρή πέτρα. Ἀπό τήν ἐποχή τῆς καταθέσεως (τό 1090), ἡ λάρνακα εἶχε καλυφθεῖ μέ τρεῖς ἀλεπάλληλες λίθινες πλάκες.
Τά Λείψανα μέσα στή λάρνακα ἔπλεαν σέ ἕνα διαυγές, ἄχρωμο καί ἄοσμο ὑγρό, τό ὁποῖο εἶχε βάθος τρία περίπου ἑκατοστά! Ἡ ἐξέταση τοῦ ὑγροῦ αὐτοῦ ἀπό τά Ἰνστιτοῦτα Χημείας καί Ὑγιεινῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπάρι ἀπέδειξε, ὅτι ἐπρόκειτο γιά καθαρό νερό, ἐλεύθερο ἀπό ἅλατα καί στεῖρο ἀπό μικροοργανισμούς!!! Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ὑγρό προήρχετο ἀπό τίς μυελοκυψέλες τῶν σπογγωδῶν ὀστῶν!!!
Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ἀποτελοῦν τήν ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση τῆς μυροβλυσίας τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου. Τό γεγονός αὐτό δέν ἔγινε βεβαίως γνωστό στούς Δυτικούς τό 1953. Λατινικά κείμενα τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. μαρτυροῦν ὅτι οἱ Βαριανοί ναῦτες, ὅταν παραβίασαν τήν λάρνακα τοῦ Ἁγίου στά Μῦρα, βρῆκαν τά Ἱερά Λείψανα μέσα σέ «θεῖο μῦρο ἤ ὑγρό» (sanctus liquor – oleum). Ἀκόμη, ἡ συνέχεια καί στό Μπάρι τοῦ ἐξαισίου αὐτοῦ θαύματος, ἀποδεικνύεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν κοινή παράδοση τῶν Παπικῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τήν ὕπαρξη τεσσάρων ὀπῶν (στή λάρνακα καί τίς τρεῖς πλάκες πού τήν κάλυπταν), ἀπ’ ὅπου μέ τήν βοήθεια ράβδου καί βάμβακος ἤ ὑφάσματος, ἦταν δυνατή ἡ ἐξαγωγή τοῦ μύρου, τό ὁποῖο ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Μάννα – Manna».
Μετά τήν ἱστορικά δεύτερη αὐτή ἀνακομιδή, ἐξέταση καί ἀναγνώριση, τά Ἱερά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου τοποθετήθηκαν σέ γυάλινη θήκη καί ἐκτέθηκαν σέ προσκύνηση.
Ἡ γυάλινη θήκη τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἄνοιξε ἐπίσης τό βράδυ τῆς 7ης πρός 8η Μαίου 1957, μέ σκοπό νέα ἀναγνώριση, καταμέτρηση τῶν ὀστῶν καί ἀνατομική καί ἀνθρωπολογική τους μελέτη, πρίν τήν ὁριστική τους κατάθεση στήν ἀρχική λάρνακα, κάτω ἀπό τήν Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, μετά τό πέρας τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν. Στήν ἰατρική ὁμάδα τήν φορά αὐτή συμμετεῖχε - ἐκτός τοῦ Καθηγητοῦ Martino καί τοῦ βοηθοῦ του Ruggiery – καί ὁ Γιατρός Venezia Luigi. Τά τελικά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων - ἀναγνωρίσεων τοῦ 1953 καί τοῦ 1957 εἶναι τά ἀκόλουθα:
Στή λάρνακα τοῦ Ἁγίου βρέθηκαν ἡ Κάρα, σπόνδυλοι, λίγα τεμάχια πλευρικῶν ὀστέων καί ὠμοπλάτης, μεγάλα τμήματα τῶν ἀντιβραχιωνίων καί ἑνός βραχίονος, πολλά ὀστάρια τῶν καρπῶν, τῶν μετακαπρίων καί τῶν φαλάγγων, ἑνός λαγονίου, τῶν μηριαίων, τῶν ἐπιγονατίδων καί τῶν περονῶν καί τμήματα τῶν ὀστῶν τῶν κνημῶν, τῶν ταρσῶν, τῶν μεταταρσίων καί τῶν φαλάγγων. Ἄν καί ὑπῆρχαν καί θρυμματισμένα ὀστᾶ, συγκεντρωμένα σέ δύο ἀργυρά κύπελλα, εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι πολλά ὀστᾶ ἔλειπαν.
Οἱ Δομηνικανοί τοῦ Μπάρι δέχονται, ὅτι «ἡ ἐμφάνιση αὐτή τῶν ὀστῶν τοῦ Ἁγίου (ἄλλα νά λείπουν, ἄλλα νά εἶναι κατασπασμένα καί ἄλλα θρυμματισμένα), σχετίζεται ὄχι μόνο μέ τόν χρόνο πού πέρασε ἀπό πάνω τους, ἀλλά πιο πολύ μέ τήν μεγάλη περιπέτεια τῆς ἀρπαγῆς καί μεταφορᾶς τους στό Μπάρι» («Δελτίο…», σελ. 8).
Δέχονται ἀκόμη, ὅτι «ἡ σπουδή τῶν ναυτικῶν καί ἡ ὑπερκάλυψή τους ἀπό τό μῦρο μέσα στόν ἀρχικό τάφο τους, δέν εὐνοοῦσαν - ὅπως εἶναι φυσικό – τήν περισυλλογή τους στό ἀκέραιο, πέρα ἀπό τό ἐνδεχόμενο τῆς ὑπεξαίρεσης ἤ μή κάποιων ἀπό αὐτά κατά τήν μεταφορά τους καί πρίν τήν ὁριστική τους τοποθέτηση στή λάρνακα τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου στό Μπάρι» («Δελτίο…» σελ. 9).
Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἐξετάσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου - ἀπό τήν ὑπό τόν Καθηγητή Martino ἐπιτροπή – ὑπῆρξαν ἐντυπωσιακά. «Ὅλα τά ὀστᾶ - γράφεται στό σχετικό Πόρισμα - ἀνῆκαν σέ ἕνα καί τό αὐτό ἄτομο, σέ ἄνδρα πού ἀνῆκε στή λευκή Ἰνδοευρωπαϊκή φυλή, εἶχε ὕψος περίπου 1,67 μ., τρέφοταν κυρίως μέ φυτικά προϊόντα καί ἀπεβίωσε σέ ἡλικία μεγαλύτερη τῶν 70 ἐτῶν…
Ἡ κατάσταση ὁρισμένων ὀστῶν ἔδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ἄτομο στό ὁποῖο ἀνῆκαν, πρέπει νά εἶχε ὑποφέρει πολύ κάτω ἀπό ἰδιαίτερα δυσμενεῖς συνθῆκες διαβίωσης. Ἡ ἀγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα καί ἡ διάχυτη ἐνδοκρανιακή ὑπερόστωση πού ἐπισημάνθηκαν στά ἀνάλογα ὀστᾶ, πρέπει νά κληρονομήθηκαν ἀπό κάποια ὑγρή φυλακή, ὅπου πέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του καί μάλιστα σέ προχωρημένη ἡλικία».
Ἡ ἰχνογραφική ἀνάπλαση τοῦ προσώπου ἀπό τόν ἴδιο Καθηγητή, μέ τήν μέθοδο τῆς ὑπερσκελετικῆς ἀναπλάσεως τῶν μαλακῶν μερῶν τῆς κεφαλῆς, ἀπέδωσε ἐπίσης θεαματικά ἀποτελέσματα. «Ἡ ἀναπλασμένη μέ αὐτό τόν τρόπο μορφή – γράφουν οἱ Δομηνικανοί – δείχνει ἕνα πρόσωπο ἀσκητικό, εὐγενικό, μέ ἁρμονικές ἀναλογίες, μέ ψηλό καί πλατύ μέτωπο, μέ μεγάλα μάτια - ἐλαφρά βαθουλωτά – γλυκά μαζί καί αὐστηρά, μάτια ἀνθρώπου σκεπτικοῦ καί βασανισμένου» («Δελτίο…» σελ. 9).
Τά σχετικά ἰχνογραφήματα πού δημοσίευσε ὁ Καθηγητής Martino ἀποδεικνύουν, ὅτι ἡ πάροδος τοῦ χρόνου δέν ἄμβλυνε τήν μνήμη τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μορφῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου, ὅπως διασώθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφική παράδοση (μεγάλο μέτωπο, κοντά χωρισμένα γέννια, κάπως ἔντονα ζυγωματικά καί φαλάκρα). Μάλιστα, βρίσκονται σέ συμφωνία μέ τίς παλαιότερες γνωστές ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου, ἐκείνη τῆς Santa Maria Antiqua τῆς Ρώμης (8ος ἤ 9ος αἰ.) καί τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου Βενετίας ( ψηφιδωτό τοῦ 12ου αἰ.). (Βλ. γενικά G. Gioffari, “La antica iconografia de S. Nicola”, 1988 καί P. Saceardo, “la capellia di S. Isidoro nella Bassilica di S. Marko”, 1987).
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας.
G. Gioffari, “Storia nella critica storica”, 1987.
D. Bova, “In Pellegrinachio a Myra preso la tomba chefudis St. Nichola”, στό «Δελτίο τοῦ ἁγ. Νικολάου», φ. ΙΙ, 1981.
I. Martino, “Rigognazione anatomica e studio anthropopetrico delle reliqouee di S. Nicola di Bari”, στό «Δελτίο ἁγ. Νικολάου», τ. 1957.
Τοῦ ἰδίου “La reliquie di S. Nicola”, 1987.
Ν. Ἰ. Φλοῦδα, «Ὁ ἅγ. Νικόλαος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας», 1960.
G. Anrich, “ Hagios Nicolaos in der Griecltischen Kirche”, 1987.
Ἀντ. Μάρκου, "Περί τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων", 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου