Πραγματοποιήθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ 18η Συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Κατηχητικῆς Σχολῆς, τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου (7ης/20ής Φεβρουαρίου 2011). Ἡ συνάντησις πραγματοποιήθηκε στό νέο Ἐντευκτήριο - Αἴθουσα Συναντήσεων τῆς Σχολῆς, στό παρακείμενο τοῦ Ἱ. Ν. Παναγίας Σουμελᾶ καί τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Παραμυθίας ἀνακαινισμένο ἐκκλησιαστικό κτήριο, τό ὁποῖο μέ ἀπόφαση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου κ. Κηρύκου θά συσταγάσει τίς δραστηριότητες τῆς Σχολῆς καί τά Γραφεῖα τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφερείας Ἀχαρνῶν.Τῆς Συναντήσεως προηγήθηκε ὁ Ἑσπερινός στό Παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας Παραμυθίας, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ/του κ. Μηρύκου.
ος κ. Κήρυκος καί ὁ Καθηγητής κ. Ἀντ. Μάρκου. Ὁ Σεβ/τος ἔκανε μία μεγάλη ἀναφορά στήν ἐκκλησιολογία τοῦ Ἁγίου καί μάλιστα στήν διδασκαλία του περί τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς πρώτης Ἐκκλησίας, θέση ἡ ὁποία ἀπασχόλησε τήν τελευταῖα δεκαετία καί τά παρ' ἡμῖν ἐκκλησιαστικά πράγματα καί δόθηκε ἀφορμή γιά τήν διατύπωση θεολογικοῦ λόγου καί ἀθεολογήτου ἀντιλόγου. Ἐπί τῶν τελευταίων ἔκανε οὐσιαστική ἐνημέρωση τῶν συμμετεχόντων ὁ Σεβ/τος κ. Κήρυκος, ὁ ὁποῖος καί χειρίσθηκε τό θέμα, ἀπό κοινοῦ μετά τοῦ Θεολόγου Καθηγητοῦ κ. Ἐλευθερίου Γκουτζίδη. Ο Ιερός Φώτιος με Ειρηνικά Γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την παγιώσει επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον Ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο Ναό των Αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος.
«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ.... καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται. Εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζὴ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερον τὲ καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».
Ο λόγος αυτός, απόσταγμα της βαθιάς πίστεως και της κατά Θεόν σοφίας του Ισαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, «μυρίαις ἀρεταὶς ἐξανθήσαντος καὶ πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα εφαρμόζεται σε αυτόν τον ειπόντα, τον οποίο η αδιάφθορη συνείδηση της Εκκλησίας και του Γένους, ομολόγησαν αυτόν Άγιο και Ισαπόστολο «τοὶς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ως «ἀοίδιμον μὲν τοὶς διωγμοίς, δεδοξασμένον δὲ τοὶς θανάτοις».Το θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη Πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή εγρήγορση του όλου Εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η Εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο πρόσωπό του τον υπέρμαχο της Ορθοδόξου Πίστεως και τον εκφραστή του αυθεντικού φρονήματος της Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και αν παρακολουθήσουμε τον Ιερό Φώτιο, είτε στη Βιβλιοθήκη), (επιδιδόμενο σε μελέτες), είτε ως Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μεσαιωνικής Ευρώπης (εκείνο της Μαγναύρας, σε μια εποχή που η Δύση ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των σκοτεινών αιώνων), είτε υπουργούντα σε αξιώματα μεγάλα και περιφανή της Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιώτατο Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο την παραγνώριση των ανθρώπων και τις σκληρές στερήσεις δύο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο υπέρ της αληθούς Ορθοδόξου Πίστεως, της «Αποστολικῆς τὲ καὶ Πατερικῆς παραδόσεως» και «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», η οποία αποτελεί και το περιεχόμενο της Πατερικής διδασκαλίας αυτού. Γι' αυτό και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος, καταθέτοντας την συνείδηση της Εκκλησίας περί της πρώϊμης αγιοποιήσεως του μεγάλου Ιεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γὰρ ἣν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτίσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος, πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεῖς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορία, τούτοις δὴ τοὶς ἀθλητικοὶς ἐκ προοιμίου ἀγώσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὐ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοὶς θαύμασι μαρτυρουμένη».
Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ, διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως, αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση την Ορθή Πίστη, την Ορθοδοξία. Γι' αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Ιερός Φώτιος προς τον Πάπα Νικόλαο: «Τὰ οἰκουμενικαὶς καὶ κοιναὶς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διά της επιμελούς φυλάξεως της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται, τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταὶς εὐσεβούντων ψυχαὶς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Έτσι η μία γενεά, μετά φόβου Θεού, παραδίδει στην επερχόμενη τα της Πίστεως πολύτιμα κεφάλαια που έλαβε, με πλήρη συναίσθηση ότι και η επερχόμενη θα διατηρήσει αλώβητη την Πίστη. Σε μία ομιλία του ο Άγιος εξαίρει τη σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης ανελλειπώς διαδοχής:
«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τᾶς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταὶς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταὶς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἳ προλαβούσαι διδάσκαλοι». Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού, δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι' αυτό και δεν επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας, για την ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το Μυστήριο της Πίστεως.
Η Ενότητα, η Αγιότητα και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και καταξιώνονται με την Αποστολικότητά της. Στην Αρχιερατική Προσευχή του Ιησού ο Αγιασμός και η Καθολική Ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την Αποστολικότητα: «Ἶνα ὁ κόσμος πιστεύση, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας». Έτσι η Αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά Της. Η Εκκλησία είναι Αποστολική, γιατί συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους, αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της Αποστολικής Ιδιότητας και Διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της Αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην Αποστολική Παράδοσή Της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».
Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος υπέρ «τῆς Πίστεως ημῶν τῶν Χριστιανῶν...., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας καὶ τῶν περὶ αὐτὴν Μυστηρίων», στην Εγκύκλιο Επιστολή του του 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», που απειλεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή Πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους Εικονομάχους, αλλά και τις Παπικές αξιώσεις και το Γερμανο-Φραγκικό δόγμα του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των Αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών. Γι' αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 στην Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα Ρωμαϊκά έθιμα. Μάλιστα η Εγκύκλιος Επιστολή του Ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη Συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως.
Αυτή τη φορά ο Φώτιος απέκτησε την τυπική αποδοχή και της Δύσης. Στη Σύνοδο που συγκλήθηκε τον Νοέμβριο του 879 στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την τοποθέτησή του, συμμετείχαν και οι λεγάτοι του Πάπα Ιωάννη Η΄. Οι δογματικές διαφωνίες δεν αντιμετωπίστηκαν, απλώς μπήκαν στο περιθώριο και η Βουλγαρική Εκκλησία ήδη από το 870, επί Ιγνατίου, είχε αναγνωριστεί ως αυτοκέφαλη. Η αναγνώριση αυτή ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την πολιτική επιδίωξη του Βούλγαρου Βασιλέως Βόριδος - Μιχαήλ και έτσι η Βουλγαρία απομακρύνθηκε από την Λατινική σφαίρα επιρροής.
Στά θεολογικά έργα του Ιερού Πατρό περιλαμβάνονται: Τα «Αμφιλόχια», τα οποία απευθύνονται στον Μητροπολίτη Κυζίκου Αμφιλόχιο, ο περίφημο «Νομοκάνων», δηλαδή η συλλογή των Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, τό «Κατά Μανιχαίων», τό «Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας», κ.ά. αξιόλογα έργα. Κατέλειπε επίση ο Άγιος καί 263 επιστολές.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγῆς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ, Φώτιε Μέγιστε, οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἐώας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατηρεῖ Πάτερ ἄσειστον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροπος καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων ἱκέτευε, Φώτιε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρίσασθαι καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου